Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Περί αγνείας του Αγίου Ιωάννη της Κλίμακος Α' μέρος

  1. Ἀκούσαμε τὴν μαινάδα, δηλαδὴ τὴν γαστριμαργία, πού μόλις πρὸ ὀλίγου μᾶς ἀνέφερε ὅτι ἰδικὸς της ἀπόγονος εἶναι ὁ σαρκικὸς πόλεμος. Διότι μᾶς τὸ διδάσκει αὐτὸ καὶ ὁ παλαιὸς ἐκεῖνος προπάτωρ, ὁ Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος ἐὰν δὲν εἶχε νικηθῆ ἀπὸ τὴν κοιλία, δὲν θὰ ἐρχόταν σὲ σαρκικὴ σχέσι μὲ τὴν σύζυγό του.

Ὅσοι λοιπὸν τηροῦν τὴν πρώτη ἐντολή, δὲν πέφτουν στὴν δεύτερη παράβασι. Καὶ παραμένουν βεβαίως υἱοὶ τοῦ Ἀδάμ, χωρὶς ὅμως νὰ δοκιμάσουν καὶ νὰ γνωρίσουν τὴν πτῶσι τοῦ Ἀδάμ, σὲ μία κατάστασι ὀλίγο κατωτέρα ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους. Καὶ τοῦτο, γιὰ νὰ μὴ γίνη τὸ κακὸ ἀθάνατο, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος ποὺ ὀνομάζεται Θεολόγος[1].

  1. Ἁγνεία σημαίνει ἀπόκτησις τῆς ἀσωμάτου φύσεως. Ἁγνεία σημαίνει ζηλευτὸς οἶκος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐπίγειος οὐρανὸς τῆς καρδιᾶς. Ἁγνεία σημαίνει ὑπερφυσικὴ ἀπάρνησις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, μία ἀληθινὰ παράδοξη ἅμιλλα σώματος θνητοῦ καὶ φθαρτοῦ πρὸς τοὺς ἀσωμάτους ἀγγέλους. Ἁγνὸς εἶναι ἐκεῖνος πού μὲ τὸν ἕνα ἔρωτα ἀπέκρουσε τὸν ἄλλο ἔρωτα, καὶ ἔσβησε τὰ ὑλικὸ μὲ τὸ ἄϋλο πῦρ.
  2. Σωφροσύνη σημαίνει γενικὴ ὀνομασία ὅλων τῶν ἀρετῶν. Σώφρων εἶναι ἐκεῖνος πού καὶ κατὰ τὸν ὕπνο δὲν αἰσθάνεται καμμία σαρκικὴ κίνησι ἢ ἀλλοίωσι τῆς καταστάσεώς του. Σώφρων εἶναι ἐκεῖνος πού ἀπέκτησε τελεία ἀναισθησία ὡς πρὸς τὴν διαφορὰ τοῦ φύλου. Αὐτὸς εἶναι ὁ κανὼν καὶ ὁ ὅρος τῆς τελείας καὶ πανάγνου ἁγνείας, τὸ νὰ συμπεριφέρεται κανεὶς παρόμοια καὶ πρὸς τὰ ἔμψυχα καὶ πρὸς τὰ ἄψυχα σώματα, καὶ πρὸς τὰ λογικὰ καὶ πρὸς τὰ ἄλογα.
  3. Κανεὶς ἀπὸ ὅσους ἤσκησαν τὴν ἁγνεία ἂς μὴ θεωρῆ δικό του κατόρθωμα τὴν ἀπόκτησί της. Διότι τὸ νὰ νικήση κανεὶς τὴν φύσι του εἶναι ἀπὸ τὰ ἀνέλπιστα. Ὅπου πραγματοποιήθηκε ἥττα τῆς φύσεως, ἐκεῖ φανερώθηκε ἡ παρουσία τοῦ ὑπερφυσικοῦ. Διότι χωρὶς καμμία ἀντιλογία τὸ κατώτερο καταργεῖται ἀπὸ τὸ ἀνώτερο. Ἡ ἀρχὴ τῆς ἁγνείας εἶναι ἡ μὴ συγκατάθεσις στοὺς σαρκικοὺς λογισμούς, καθὼς καὶ οἱ ἀραιὲς κὰθ΄ ὕπνον ρεύσεις χωρὶς αἰσχρὰ ὄνειρα. Τὸ μέσον της ἁγνείας εἶναι ἡ παρουσία φυσικῶν κινήσεων στὴν σάρκα, μόνο ἐξ αἰτίας πολυφαγίας, χωρὶς εἰκόνες σαρκικὲς καὶ χωρὶς ρεύσεις. Τὸ τέλος δὲ εἶναι ἡ νέκρωσις τοῦ σώματος, ἀφοῦ προηγουμένως ἐνεκρώθηκαν οἱ σαρκικοὶ λογισμοί.
  4. Μακάριος ἀληθινὰ ἐκεῖνος πού ἐμπρὸς σὲ ὁποιοδήποτε σῶμα καὶ χρῶμα καὶ ἡλικία ἀπέκτησε τελεία ἀναισθησία.
  5. Ἁγνὸς δὲν θεωρεῖται ἐκεῖνος πού ἐφύλαξε ἀρρύπωτο τὸ πήλινο σῶμα του, ἀλλ΄ ἐκεῖνος πού ὑπέταξε τὰ σωματικὰ μέλη στὴν ψυχὴ εἶναι ὁ τελείως ἁγνός.
  6. Μέγας εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος στὴν ἁφὴ παρέμεινε ἀπαθής. Ἀνώτερος ὅμως εἶναι ἐκεῖνος πού ἔμεινε ἄτρωτος ἀπὸ τὴν θέα, καὶ ἐνίκησε τὴν θέα τοῦ σαρκικοῦ πυρὸς μὲ τὴν σκέψι τοῦ οὐρανίου κάλλους.
  7. Ἐκεῖνος πού ἀπομακρύνει τὸν κύνα μὲ τὴν προσευχή, ὁμοιάζει μὲ αὐτὸν ποὺ παλεύει μὲ λέοντα. Ἐκεῖνος πού τὸν ἀνατρέπει μὲ τὴν ἀντίρρησι, ὁμοιάζει μὲ αὐτὸν πού καταδιώκει ἀκόμη τὸν ἐχθρό του. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ ὁλοτελῶς ἐξουδετέρωσε τὶς ἐπιθέσεις, μολονότι ζῆ ἀκόμη μὲ τὴν σάρκα, ἤδη ἔχει ἀναστηθῆ ἀπὸ τὸν τάφο.
  8. Ἂν εἶναι ἀπόδειξις τῆς ἀληθινῆς ἁγνείας τὸ νὰ μὴν ἐπηρεάζεται κανεὶς ἀπὸ τὶς αἰσχρὲς φαντασίες πού παρουσιάζονται στὸν ὕπνο, ὁπωσδήποτε τὸ ὅριο τῆς λαγνείας εἶναι τὸ νὰ παθαίνη κανεὶς ρεῦσι ἀπὸ αἰσχρὲς ἐνθυμήσεις ξύπνιος.
  9. Ὅποιος πολεμᾶ τοῦτον τὸν ἀντίδικο μὲ ἱδρῶτες καὶ μόχθους, εἶναι σὰν νὰ ἔδεσε τὸν ἐχθρό του μὲ ἕνα βοῦρλο. Ὅποιος τὸν πολεμᾶ μὲ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν ἀγρυπνία, εἶναι σὰν νὰ τοῦ πέρασε ἁλυσίδες. Καὶ ὅποιος τὸν πολεμᾶ μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὴν ἀοργησία καὶ τὴν δίψα, εἶναι σὰν νὰ τὸν ἐφόνευσε καὶ τὸν ἔκρυψε στὴν ἄμμο. Ἄμμο νὰ θεωρήσης τὴν ταπείνωσι, διότι ἡ ἄμμος δὲν παρέχει βοσκὴ στὰ πάθη, ἀλλὰ εἶναι χῶμα καὶ στάκτη.
  10. Ἄλλος εἶναι ἐκεῖνος πού ἔδεσε τὸν τύραννο μὲ τοὺς ἀγῶνες, ἄλλος ἐκεῖνος πού τὸν ἔδεσε μὲ τὴν ταπείνωσι, καὶ ἄλλος ἐκεῖνος πού τὸν ἔδεσε μὲ τὴν παρέμβασι καὶ ἐμφάνεια τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁμοιάζουν ὁ πρῶτος μὲ τὸν αὐγερινό, ὁ δεύτερος μὲ τὴν πανσέληνο καὶ ὁ τρίτος μὲ τὸν ὁλόλαμπρο ἥλιο. Ὡστόσο καὶ οἱ τρεῖς ἔχουν τὸ πολίτευμά τους στοὺς οὐρανούς. Ἀπὸ τὴν αὐγὴ γεννᾶται τὸ φῶς, καὶ ἀπὸ τὸ φῶς προβάλλει ὁ ἥλιος. Ἔτσι ἀνάλογα πρέπει νὰ σκεφθοῦμε καὶ νὰ βροῦμε τὸ ἀντίστοιχο νόημα σ΄ αὐτὰ πού εἴπαμε.
  11. Ἡ ἀλεποῦ ὑποκρίνεται πώς κοιμᾶται. Ὁ δαίμων δὲ καὶ τὸ σῶμα ὑποκρίνονται σωφροσύνη. Καὶ ἡ μὲν ἀλεποῦ, γιὰ νὰ ἐξαπατήση τὴν ὄρνιθα. Ὁ δαίμων, γιὰ νὰ καταστρέψη τὴν ψυχή.
  12. Μὴν ἐμπιστευθῆς στὴν ζωή σου τὸ πήλινο σῶμα, καὶ μὴ ξεθαρρέψης μαζί του, μέχρις ὅτου συναντήσης τὸν Χριστόν.
  13. Μὴν παίρνεις θάρρος καὶ νομίζης ὅτι λόγω τῆς ἐγκρατείας σου θὰ σωθῆς ἀπὸ τὴν πτῶσι. Κάποιος χωρὶς νὰ τρώγη τίποτε ἔπεσε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ[2].
  14. Μερικοὶ γνωστικοὶ πού ἔδωσαν ὀρθὸ ὁρισμὸ τῆς ἀποταγῆς, τὴν ἐχαρακτήρισαν ὡς ἔχθρα πρὸς τὸ σῶμα καὶ μάχη πρὸς τὴν κοιλία.
  15. Στοὺς ἀρχαρίους οἱ πτώσεις κατὰ κανόνα συμβαίνουν ἀπὸ τὴν ἀπόλαυσι τῶν φαγητῶν. Στοὺς μεσαίους, καὶ ἀπὸ ὑπερηφάνεια, πράγμα πού παρατηρεῖται βέβαια καὶ στοὺς ἀρχαρίους. Σ΄ ἐκείνους δὲ ποὺ πλησιάζουν πρὸς τὴν τελειότητα, ἀποκλειστικὰ ἐξ αἰτίας τῆς κατακρίσεως.
  16. Μερικοὶ μακαρίζουν ὅσους γεννήθηκαν εὐνοῦχοι, διότι, ὅπως λέγουν, ἔχουν λυτρωθῆ ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ σώματος. Ἐγὼ ὅμως μακαρίζω ὅσους γίνονται καθημερινὰ εὐνοῦχοι καὶ ἀκρωτηριάζουν τοὺς ἑαυτοὺς των χρησιμοποιώντας ὡς μάχαιρα τὸν ὑγιῆ λογισμό.
  17. Ἔχω ἰδεῖ μερικοὺς πού ἔπεσαν ἀκουσίως, καὶ ἔχω ἰδεῖ ἄλλους ποὺ ἐπιθυμοῦσαν τὴν πτῶσι, ἀλλὰ δὲν τὴν κατώρθωναν· καὶ τοὺς ἐλεεινολόγησα περισσότερο ἀπὸ ἐκείνους πού ἁμαρτάνουν κάθε ἡμέρα, διότι παρὰ τὴν ἀδυναμία τους ἐπιθυμοῦσαν τὴν δυσωδία.
  18. Ἐλεεινὸς ὅποιος πέφτει. Ἐλεεινότερος ὅμως ὅποιος παρασύρει καὶ ἄλλον στὴν πτῶσι. Διότι καὶ τῶν δύο πτώσεων τὴν ἐνοχὴ καὶ τὴν ἐφάμαρτη ἡδονή, τὰ παίρνει ἐπάνω του.
  19. Μὴν προσπαθῆς μὲ εὔλογα ἐπιχειρήματα καὶ ἀντιρρήσεις νὰ ἀποκρούσης τὸν δαίμονα τῆς πορνείας, διότι ἐκεῖνος ἔχει μὲ τὸ μέρος του τὶς εὐλογοφανεῖς προφάσεις, ἀφοῦ μᾶς πολεμεῖ μέ σύμμαχο τή φύσι μας.
  20. Ὅποιος ἀπεφάσισε νὰ πολεμήση ἢ νὰ νικήση τὴν σάρκα του μὲ τὶς ἰδικὲς του δυνάμεις, ἄδικα τρέχη. Ἐὰν ὁ Κύριος δὲν γκρεμίση τὸν οἶκο τῆς σαρκὸς καὶ δὲν οἰκοδομήση τὸν οἶκο τῆς ψυχῆς, ἄδικα ἀγρύπνησε καὶ ἐνήστευσε αὐτὸς ποὺ ἀπεφάσισε νὰ γκρεμίση τὸν οἶκο (πρβλ. Ψάλμ. ρκς΄ 1).
  21. Ἀνάθεσε στὸν Κύριον τὴν ἀσθένεια τῆς φύσεώς σου, ἀναγνωρίζοντας πλήρως τὴν ἰδική σου ἀδυναμία, καὶ τότε θὰ λάβης τὸ χάρισμα τῆς σωφροσύνης, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβης.
  22. Σ΄ ἐκείνους πού εἶναι ἔκδοτοι στὶς ἡδονὲς παρατηρεῖται, ὅπως μοῦ διηγήθηκε κάποιος ἀπ΄ αὐτοὺς πού τὰ ἐδοκίμασε, μετὰ τὴν ἀνάνηψί του, μία αἴσθησις ἔρωτος σωμάτων, καὶ ἕνα πνεῦμα γεμάτο ἀναίδεια καὶ ἀπανθρωπιὰ θρονιασμένο αἰσθητὰ στὴν καρδιά. Αὐτὸ τὸ πνεῦμα προξενεῖ στὸν πολεμούμενο ἄνθρωπο πόνο στὴν καρδιὰ πού τὸν καίει σὰν φλογερὸ καμίνι. Τὸν κάνει ἐπίσης νὰ μὴ φοβῆται τὸν Θεόν, νὰ μὴ λογαριάζη καθόλου τὴν μνήμη τῆς κολάσεως, νὰ βδελύσσεται τὴν προσευχή, καὶ κατὰ τὴν ὥρα τῆς διαπράξεως τῆς ἁμαρτίας, καὶ τὰ λείψανα ἀκόμη τῶν νεκρῶν νὰ τὰ θεωρῆ σὰν ξηροὺς λίθους. Τὸν κάνει ἐκτὸς ἑαυτοῦ καὶ ἔξω φρενῶν, μεθυσμένον συνεχῶς ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία σωμάτων λογικῶν ἀνθρώπων καὶ ἀλόγων ζώων! Καὶ ἂν ὁ Θεὸς δὲν συντόμευε τὸν χρόνο τῆς κυριαρχίας του, δὲν θὰ σωζόταν καμμία ψυχὴ (πρβλ. Μάτθ. κδ΄ 22)· καμμία ψυχὴ ποὺ ἔχει ἐνδυθῆ τὸ πήλινο αὐτὸ σῶμα, τὸ ἀναμεμειγμένο μὲ αἷμα καὶ ρυπαρὸ χυμό. Καὶ πῶς μπορεῖ νὰ εἶναι διαφορετικά, ἀφοῦ κάθε πράγμα ἀναζητεῖ μὲ σφοδρότητα ὅ,τι τοῦ εἶναι συγγενικό; Τὸ αἷμα ἀναζητεῖ τὸ αἷμα, τὸ σκουλήκι τὸ σκουλήκι, ὁ πηλὸς τὸν πηλό. Ἔτσι καὶ ἡ σάρκα τὴν σάρκα, ἔστω καὶ ἂν προσπαθοῦμε ἐμεῖς οἱ βιασταὶ τῆς φύσεως καὶ ἐρασταὶ τῆς οὐρανίου βασιλείας νὰ ἐξαπατήσουμε μὲ διάφορα τεχνάσματα τὴν ἀπατεώνα, δηλαδὴ τὴν σάρκα.
  23. Ὅσοι δὲν ἐδοκίμασαν τὸν πόλεμο πού προανέφερα εἶναι μακάριοι. Ἂς παρακαλοῦμε ὥστε νὰ σωθοῦμε γιὰ πάντα ἀπὸ τὴν δοκιμή του, διότι ἐκεῖνοι πού ἐγλύστρησαν μέσα σ΄ αὐτὸν τὸν βόθρο, πέφτουν πολὺ μακρυὰ ἀπὸ ὅσους ἀνεβαίνουν καὶ κατεβαίνουν τὴν οὐρανοδρόμο κλίμακα· καὶ γιὰ νὰ σηκωθοῦν ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ πολλοὺς ἱδρῶτες καὶ αὐστηρότατη νηστεία.
  24. Ἂς ἐξετάσωμε μήπως καὶ οἱ ἀόρατοι ἐχθροί μας, ὅπως συμβαίνει καὶ στὸν αἰσθητὸ πόλεμο, καθὼς εἶναι παρατεταγμένοι ἐναντίον μας, ἔχουν ὁ καθένας κάποια ὡρισμένη εἰδικότητα καὶ ἐργασία, πράγμα ὄντως ἀξιοθαύμαστο.
  25. Παρηκολούθησα τοὺς πειραζομένους καὶ εἶδα πτώσεις φοβερώτερες ἀπὸ τὶς συνήθεις. Ὅποιος διαθέτει νοῦ ἂς τὰ ἀκούη. Συνηθίζει πολλὲς φορὲς ὁ διάβολος, καὶ μάλιστα σ΄ ὅσους ἀγωνίζονται στὸν μοναχικὸ βίο, νὰ στρέφη ὅλη του τὴν ὁρμητικότητα καὶ τὸν ζῆλο καὶ τὴν τέχνη καὶ τὴν πανουργία καὶ τὴν ἐφευρετικότητα, στὶς παρὰ φύσιν καὶ ὄχι στὶς κατὰ φύσιν ἁμαρτίες, καὶ σ΄ αὐτὸν τὸν τομέα τοὺς κάνει νὰ πολεμοῦνται περισσότερο. Ὡς ἐκ τούτου συναναστρεφόμενοι μερικοὶ ὡρισμένες φορὲς μὲ γυναῖκες καὶ μὴ ἐνοχλούμενοι ἀπὸ σαρκικὴ ἐπιθυμία, ἐμακάρισαν τὸν ἑαυτόν τους, μὴ γνωρίζοντες οἱ ταλαίπωροι, ὅτι ὅπου ὑπάρχει ὄλεθρος μεγαλύτερος, δὲν εἶναι ἀπαραίτητος ὁ μικρότερος.
  26. Ἔχω τὴν γνώμη, ὅτι γιὰ τὶς δύο ἑπόμενες αἰτίες συνηθίζουν νὰ πολεμοῦν καὶ νὰ πολιορκοῦν ἐμᾶς τοὺς ἀθλίους οἱ φονικοὶ καὶ πανάθλιοι δαίμονες στὶς παρὰ φύσιν ἁμαρτίες. Πρῶτον διότι διαθέτουν εὐκολώτερα τὰ μέσα, καὶ δεύτερον διότι γιὰ τὴν πτῶσι αὐτὴ ὑφιστάμεθα μεγαλύτερη τιμωρία. Τὸ γνωρίζει τοῦτο ὁ μέγας ἀσκητὴς πού προηγουμένως ἐξουσίαζε τοὺς ἀγρίους ὄνους καὶ ὕστερα ἐξουσιάζετο καὶ περιεπαίζετο ἀπὸ αὐτούς· πού προηγουμένως ἐτρέφετο μὲ οὐράνιο ἄρτο, καὶ ἔπειτα στερήθηκε τὴν μεγάλη αὐτὴ χάρι. Καὶ τὸ πιὸ ἀξιοθαύμαστο: Μετὰ τὴν μετάνοιά του, θρηνώντας πικρὰ ὁ καθηγητὴς μας Ἀντώνιος εἶπε: «Στύλος μέγας ἔπεσεν». Ἀλλὰ ἀπέκρυψε ὁ σοφὸς τὸν τρόπο τῆς πτώσεως. Ἐγνώριζε βέβαια ὅτι μπορεῖ νὰ μολύνη κανεὶς τὸ σῶμα του μὲ τὴν πορνεία, χωρὶς νὰ ὑπάρχη ξένο σῶμα[3].
  27. Ὑπάρχει μέσα μας ἕνας κίνδυνος θανάτου καὶ ἕνας κίνδυνος ὀλεθρίου πτώσεως, πού συμπορεύεται πάντοτε μαζί μας καὶ ἰδίως κατὰ τὴν περίοδο τῆς νεότητος. Αὐτὰ δὲν εἶχα τὴν τόλμη νὰ τὰ γράψω, διότι μου κράτησε τὸ χέρι ἐκεῖνος πού εἶπε: «Τὰ γὰρ κρυφὴ γινόμενα ὑπὸ τινῶν, αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν καὶ γράφειν καὶ ἀκούειν» (πρβλ. Ἐφεσ. ε΄ 12).
  28. Τὴν ἰδική μου καὶ ὄχι ἰδική μου, τὴν φιλικὴ καὶ ἐχθρικὴ τούτη σάρκα ὁ Παῦλος τὴν ἀπεκάλεσε «θάνατο», λέγοντας: «Τὶς μὲ ρύσεται ἀπὸ τοῦ σώματος καὶ τοῦ θανάτου τούτου»; (Ρωμ. ζ΄ 14). Καὶ ἕνας ἄλλος θεολόγος τὴν ὠνόμασε «ἐμπαθῆ καὶ δούλην καὶ νυκτερινὴν»[4]. Ἐγὼ διψοῦσα νὰ μάθω γιὰ ποιὸ λόγο τῆς ἔδωσαν τέτοιου εἴδους ὀνόματα.
  29. Ἐάν, ὅπως ἔχει προαναφερθῆ, ἡ σάρκα εἶναι θάνατος, τότε ὁπωσδήποτε αὐτὸς πού τὴν ἐνίκησε δὲν πρόκειται νὰ πεθάνη. Καὶ «τὶς ἔστιν ἄρα ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ὃς ζήσεται καὶ οὐκ ὄψεται θάνατον μολυσμοῦ σαρκὸς αὐτοῦ»; (πρβλ. Ψάλμ. πη΄ 49). Ἂς ἐρευνήσωμε, παρακαλῶ: Ποιὸς εἶναι ἀνώτερος; Αὐτὸς ποὺ πέθανε καὶ ἔπειτα ἀνεστήθη ἢ αὐτὸς πού δὲν πέθανε καθόλου; Ἐκεῖνος ποὺ ἐμακάρισε τὸν δεύτερο, εἶπε ψέματα, διότι ὁ Χριστὸς ἀνέστη ἀφοῦ πέθανε. Ἐκεῖνος πού ἐμακάρισε τὸν πρῶτο, ἐπιθυμεῖ νὰ μὴν ἀπελπίζωνται ὅσοι δοκιμάζουν τὸν θάνατο ἢ καλύτερα τὴν πτῶσι τῆς ἁμαρτίας.
  30. Φιλάνθρωπο ὀνομάζει τὸν Θεὸν ὁ ἀπάνθρωπος ἐχθρός, ὁ ἐπικεφαλῆς τῆς πορνείας, καὶ ὅτι συγχωρεῖ εὔκολα τὸ πάθος αὐτό, σὰν κάτι τὸ φυσικό. Ἂς παρατηρήσωμε δὲ τὴν δολιότητα τῶν δαιμόνων καὶ θὰ ἰδοῦμε ὅτι μετὰ τὴν διάπραξι Τὸν ὀνομάζουν δικαιοκρίτη καὶ αὐστηρό. Προηγουμένως ἐνήργησαν ἔτσι, γιὰ νὰ μᾶς σπρώξουν στὴν ἁμαρτία. Τώρα διαφορετικά, γιὰ νὰ μᾶς καταποντίσουν στὴν ἀπελπισία. Καὶ ὅσο διαρκεῖ ἡ λύπη καὶ ἡ ἀπελπισία, δὲν μποροῦμε νὰ ταλανίσωμε ἢ νὰ κατηγορήσωμε τὸν ἑαυτόν μας ἢ νὰ ἐκδικηθοῦμε τὸν δαίμονα γιὰ τὸ ἁμάρτημα. Ὅταν ὅμως ἀφανισθῆ ἡ ἀπελπισία, ἀκολουθεῖ πάλι ὁ τύραννος πού ὁμιλεῖ γιὰ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ.
  31. Ὅσο ἄφθαρτος καὶ ἀσώματος εἶναι ὁ Κύριος, τόσο εὐφραίνεται μὲ τὴν ἁγνότητα καὶ ἀφθαρσία τοῦ σώματός μας. Ἀντιθέτως οἱ δαίμονες, καθὼς ἰσχυρίζονται μερικοί, μὲ κανένα ἄλλο δὲν χαίρονται τόσο, ὅσο μὲ τὴν δυσωδία τῆς πορνείας, καὶ μὲ κανένα ἄλλο πάθος, ὅσο μὲ τὸν μολυσμὸ τοῦ σώματος.
  32. Ἡ ἁγνεία εἶναι προσοικείωσις τοῦ Θεοῦ καὶ ὁμοίωσις πρὸς Αὐτόν, ὅσο εἶναι δυνατὸν στὸν ἄνθρωπο. Μητέρα τῆς γλυκύτητος τῶν καρπῶν εἶναι ἡ καλὴ γῆ καὶ ἡ δροσιὰ τῆς βροχῆς, καὶ μητέρα τῆς ἁγνείας ἡ ἡσυχία μαζὶ μὲ τὴν ὑπακοή.
  33. Ἡ ἀπάθεια τοῦ σώματος πού ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν ἡσυχία, πολλὲς φορὲς πού ἐπλησίασε στὸν κόσμο, δὲν ἔμεινε ἀσάλευτη. Ἡ ἀπάθεια ὅμως πού ἀποκτήθηκε μὲ τὴν ὑπακοή, παρουσιάζεται παντοῦ δόκιμη καὶ ἀκράδαντη.
  34. Εἶδα ὑπερηφάνεια πού προξένησε ταπεινοφροσύνη, καὶ θυμήθηκα ἐκεῖνον πού λέγει: «Τὶς ἔγνω νοῦν Κυρίου»; (Ρωμ.ια΄ 34).
  35. Ἡ πτῶσις εἶναι λάκκος καὶ γέννημα τῆς ὑπερηφανείας. Ἡ πτῶσις ὅμως ὑπῆρξε πολλὲς φορὲς σ΄ ὅσους τὸ θέλησαν αἰτία ταπεινοφροσύνης.
  36. Ἐκεῖνος πού θέλει νὰ νικήση τὸν δαίμονα τῆς πορνείας μὲ τὴν γαστριμαργία καὶ τὸν χορτασμό, εἶναι ὅμοιος μ΄ ἐκεῖνον πού σβήνει τὴν πυρκαϊὰ μὲ τὸ λάδι.
  37. Ἐκεῖνος ποὺ προσεπάθησε νὰ σταματήση τοῦτον τὸν πόλεμο μόνο μὲ τὴν ἐγκράτεια, εἶναι ὅμοιος μ΄ ἐκεῖνον πού κολυμπώντας μὲ τὸ ἕνα χέρι ἀγωνίζεται νὰ βγῆ ἀπὸ τὸ πέλαγος. Νὰ συζεύξης μὲ τὴν ἐγκράτεια τὴν ταπείνωσι, διότι χωρὶς τὴν δεύτερη, ἡ πρώτη ἀποδεικνύεται ἀνωφελής.
  38. Ὅποιος θὰ ἰδῆ τὸν ἑαυτόν του νὰ ὑποσκελίζεται ἰδιαιτέρως ἀπὸ κάποιο πάθος, ἂς ὁπλισθῆ πρὸ πάντων ἐναντίον αὐτοῦ του πάθους μόνον, καὶ μάλιστα ἐὰν πρόκειται γιὰ τὸν ἐμφύλιο ἐχθρό, δηλαδὴ τὴν σάρκα. Διότι ἐὰν αὐτὸς ὁ ἐχθρὸς δὲν ὑποταγή, καθόλου δὲν ὠφελούμεθα ἀπὸ τὶς ἄλλες νίκες μας. Ὅταν καὶ ἐμεῖς πατάξωμε τοῦτον τὸν Αἰγύπτιο, θὰ ἀντικρύσουμε ὁπωσδήποτε στὴν βάτο τῆς ταπεινώσεως τὸν Θεόν. Πειραζόμενος ἐγὼ αἰσθάνθηκα ὅτι ὁ λύκος αὐτὸς δημιουργοῦσε ἀπατηλὰ στὴν ψυχὴ χαρὰ ἀναίτιο καὶ δάκρυα καὶ παρηγορία. Καὶ σὰν μικρὸ νήπιο ἐνόμιζα πώς κρατοῦσα στὰ χέρια μου καρπὸ καὶ ὄχι καταστροφή.
  39. «Πᾶν ἁμάρτημα, ὃ ἐὰν ποιήση ἄνθρωπος, ἐκτός του σώματος ἐστίν, ὁ δὲ πορνεύων εἷς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει» (Α΄ Κόρ. ς΄ 18). Αὐτὸ ὁπωσδήποτε λέγεται, διότι μολύνουμε τὸ ἴδιο τὸ σῶμα μας, μὲ τὴν ρεῦσι, πράγμα πού εἶναι ἀδύνατον νὰ συμβῆ μὲ ἄλλη ἁμαρτία. Ἐγὼ ἐρευνῶ γιὰ ποιὸν λόγο συνηθίσαμε νὰ λέγωμε, προκειμένου γιὰ ὁποιαδήποτε ἁμαρτία, μόνο ὅτι σφάλλουν οἱ ἄνθρωποι, ἐνῶ ὅταν ἀκούσωμε πώς κάποιος ἐπόρνευσε, λέγομε μὲ ὀδύνη: ὁ τάδε ἔπεσε.
  40. Τὸ ψάρι φεύγει γρήγορα μακρυὰ ἀπὸ τὸ ἀγκίστρι, καὶ ἡ φιλήδονη ψυχὴ ἀποστρέφεται ὑπερβολικὰ τὴν ἡσυχία.
  41. Ὅταν ὁ διάβολος θελήση νὰ συνδέση δύο μεταξύ τους μὲ αἰσχρὸ δεσμό, ἐξετάζει καλὰ καὶ τὰ δύο μέρη καὶ ἀρχίζει νὰ θέτη τὸ πῦρ ἀπὸ τὰ ἀδύνατα σημεῖα ποὺ ἀνακαλύπτει.
  42. Πολλὲς φορὲς αὐτοὶ πού ρέπουν στὴν φιληδονία φαίνονται συμπαθεῖς καὶ ἐλεήμονες καὶ εὐκατάνυκτοι. Ἐκεῖνοι ὅμως πού ἀγωνίζονται ἐπιμελῶς γιὰ τὴν ἁγνότητα δὲν παρουσιάζουν μὲ ὅμοιο τρόπο τὶς ἀρετὲς αὐτές.
  43. Κάποιος γνωστικός μου ἔθεσε ἕνα δυσχερέστατο πρόβλημα. «Ποιὰ ἁμαρτία, μοῦ εἶπε, εἶναι βαρύτερη ἀπ΄ ὅλες, ἐξαιρέσει τοῦ φόνου καὶ τῆς ἀρνήσεως»; Καὶ ὅταν ἐγὼ τοῦ ἀπήντησα «τὸ νὰ πέση κανεὶς σὲ αἵρεση», ἐκεῖνος μὲ ξαναρώτησε: «Καὶ πῶς ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέχεται τοὺς αἱρετικούς, καὶ μετὰ τὸν εἰλικρινῆ ἀναθεματισμὸ τῆς αἱρέσεώς των, τοὺς ἀξιώνει τῆς Θείας Μεταλήψεως, ἐνῶ ὅποιον ἐπόρνευσε τὸν δέχεται μὲν μετὰ τὴν ἐξομολόγησί του καὶ τὴν διόρθωσί του, ἀλλὰ τὸν στερεῖ ἐπὶ χρόνους τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, σύμφωνα μὲ τὶς διατάξεις τῶν Ἀποστολικῶν Κανόνων»; Καὶ ἐνῶ ἐγὼ ἔμεινα κατάπληκτος μὲ τὴν ἐρώτησι, τὸ ἄλυτο πρόβλημα παρέμεινε ἄλυτο.
  44. Ἂς ἐρευνήσωμε καὶ ἂς μετρήσωμε καὶ ἂς προσέξωμε ποιὰ εἶναι ἡ γλυκύτης πού δημιουργεῖται μέσα μας, ὅταν ψάλλωμε ἡδονικὰ ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὸν δαίμονα τῆς πορνείας, καὶ ποιὰ προέρχεται ἀπὸ τὰ λόγια του Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀπὸ τὴν μυστική τους χάρι καὶ δύναμι.
  45. Μὴν ξεγελασθῆς, ὢ νέε! Μοῦ ἔτυχε νὰ ἰδῶ μερικοὺς νὰ προσεύχωνται ὁλόψυχα γιὰ πρόσωπα πού τὰ ἀγαποῦσαν πολύ. Καὶ ἐνῶ τοὺς κινοῦσε τὸ πνεῦμα τῆς πορνείας, ἐνόμιζαν ὅτι ἐκπληρώνουν τὸν νόμο τῆς ἀγάπης!
  46. Εἶναι δυνατὸν νὰ μολυνθῆ τὸ σῶμα μὲ μία ἁπλὴ ἐπαφή, διότι δὲν ὑπάρχει καμμία αἴσθησις πιὸ ἐπικίνδυνη ἀπὸ τὴν ἁφή.
  47. Νὰ ἐνθυμῆσαι αὐτὸν πού ἐτύλιξε τὸ χέρι μὲ τὸ κάλυμμα τῆς κεφαλῆς[5]. Καὶ νὰ ἀκινητοποιῆς τὸ χέρι σου, ὥστε νὰ μὴν ἐγγίζη ὁποιοδήποτε μέλος εἴτε τοῦ ἰδικοῦ σου εἴτε ξένου σώματος.
  48. Νομίζω πώς κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ λέγεται πραγματικὰ ἅγιος, ἂν δὲν μεταποιήση τὸ χῶμα τοῦτο -δηλαδὴ τὴν σάρκα- σὲ ἁγιασμένο χῶμα· ἐὰν βέβαια εἶναι κατορθωτὴ αὐτὴ ἡ μεταβολή.
  49. Ὅταν πέφτουμε στὸ στρῶμα, ἂς ἔχουμε ἄγρυπνη τὴν προσοχή, διότι τότε ὁ νοῦς παλεύει μόνος του μὲ τοὺς δαίμονες χωρὶς τὴν συνεργασία τοῦ σώματος. Καὶ ἂν φανῆ φιλήδονος, γίνεται εὔκολα προδότης.
  50. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου ἂς κοιμηθῆ καὶ ἂς ξυπνήση μαζί σου, καθὼς ἡ μονολόγιστη εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Καμμία βοήθεια δὲν θὰ βρῆς στὸν ὕπνο ἀνώτερη ἀπὸ αὐτά.
  51. Μερικοὶ ἀποφαίνονται δογματικὰ ὅτι οἱ σαρκικοὶ πόλεμοι καὶ οἱ ἐκκρίσεις προέρχονται μόνο ἀπὸ τὴν πολυφαγία. Ἐγὼ ὅμως ἔχω ἰδεῖ ἀνθρώπους νὰ εἶναι βαρειὰ ἀσθενεῖς καὶ νὰ νηστεύουν ὑπερβολικά, καὶ ἐν τούτοις νὰ μολύνωνται ὑπερβολικὰ ἀπὸ ἐκκρίσεις.
  52. Ἐρώτησα κάποτε ἕναν ἀπὸ τοὺς πιὸ ἱκανοὺς διακριτικοὺς μοναχούς, σχετικῶς μὲ τὰ θέματα αὐτά, καὶ μὲ ἐδίδαξε μὲ πολλὴ σαφήνεια ὁ μακάριος. «Συμβαίνει, μοῦ εἶπε ὁ ἀοίδιμος, καθ΄ ὕπνους ἔκκρισις ἀπὸ τὴν πολυφαγία καὶ τὴν ἀνάπαυσι. Ἄλλοτε προέρχεται ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια, ὅταν αἰσθανθοῦμε ἔπαρσι, διότι ἐπὶ πολὺν καιρὸ δὲν μᾶς συνέβη ἔκκρισις. Καὶ ἄλλοτε πάλι εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς κατακρίσεως τοῦ πλησίον. Ἐξ αὐτῶν τῶν περιπτώσεων οἱ δύο πρῶτες παρατηροῦνται καὶ στοὺς ἀρρώστους· μᾶλλον καὶ οἱ τρεῖς. Ἐὰν δὲ κάποιος βλέπη τὸν ἑαυτὸν τοῦ καθαρὸ ἀπὸ ὅλες τὶς αἰτίες ποὺ ἀναφέραμε, εἶναι μακάριος πού ἔφθασε σὲ τέτοια ἀπάθεια, καὶ ὅ,τι ἔπαθε ἦταν ἀποκλειστικὰ ἀποτέλεσμα τοῦ φθόνου τῶν δαιμόνων. Καὶ αὐτὸ τὸ ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὸ καιρό, ὥστε μὲ ἕνα ἀναμάρτητο πάθημα νὰ ἀποκτήση τὴν πιὸ ὑψηλὴ ταπείνωσι».
  53. Κανεὶς ἂς μὴ θελήση νὰ συλλογίζεται τὴν ἡμέρα τὰ ἄσχημα ὄνειρα πού εἶδε τὴν νύκτα. Διότι ἀποτελεῖ καὶ αὐτὸ ἐπιδίωξι τῶν δαιμόνων, νὰ μᾶς μολύνουν μὲ τὰ ὄνειρα, ἐνῶ εἴμαστε ξύπνιοι.
  54. Ἂς ἀκούσωμε καὶ μία ἄλλη πανουργία τῶν ἐχθρῶν μας: Ὡρισμένες τροφὲς πού βλάπτουν τὸ σῶμα, ἐπιφέρουν τὴν ἀσθένεια ἀργότερα ἢ τὴν ἄλλη ἡμέρα. Κάτι παρόμοιο γίνεται πολλὲς φορὲς μὲ τὶς αἰτίες πού μολύνουν τὴν ψυχή.
  55. Εἶδα μερικοὺς νὰ τρώγουν ἀπολαυστικά, καὶ νὰ μὴ πολεμοῦνται ἀμέσως. Καὶ εἶδα ἄλλους νὰ συνεσθίουν καὶ νὰ συναναστρέφωνται μὲ γυναῖκες, καὶ νὰ μὴν ἔχουν ἐκείνη τὴν ὥρα κανένα πονηρὸ λογισμό. Ἔτσι ἀπατώμενοι πῆραν θάρρος καὶ φάνηκαν ἀμέριμνοι. Τὴν ὥρα ὅμως πού ἐνόμισαν ὅτι εὑρίσκονται σὲ εἰρήνη καὶ ἀσφάλεια, μέσα στὸ κελλὶ τους ἔπαθαν ξαφνικὸ ὄλεθρο. Ποιὸς ἦταν ὁ ὄλεθρος; Ἐκεῖνος πού συμβαίνει σ΄ ἐμᾶς, στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα, ὅταν εἴμαστε ἐντελῶς μόνοι. Ὅποιος τὸν ἐδοκίμασε, ἀντιλαμβάνεται. Ὅποιος δὲν τὸν ἐδοκίμασε δὲν χρειάζεται νὰ τὸν γνωρίση.