Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Πρακτικά και Θεολογικά κεφάλαια του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου Α' μέρος

  1.  Πίστη εἶναι νὰ πεθάνει κανεὶς γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ γιὰ χάρη τῆς ἐντολῆς Του, πιστεύοντας ὅτι ὁ θάνατος αὐτὸς θὰ τοῦ γίνει πρόξενος ζωῆς· νὰ θεωρεῖ τὴ φτώχεια σὰν πλοῦτο, τὴν εὐτέλεια καὶ τὴν ἀσημότητα σὰν ἀληθινὴ δόξα καὶ κοινωνικὴ λάμψη· καὶ νὰ πιστεύει ὅτι μὲ τὸ νὰ μὴν ἔχει τίποτε, κατέχει τὰ πάντα ἢ μᾶλλον ἀπέκτησε τὸν ἀνεξερεύνητο πλοῦτο τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Χριστοῦ, καὶ ὅλα τὰ ὁρατὰ νὰ τὰ βλέπει σὰν λάσπη ἢ καπνό.
  2. Πίστη στὸ Χριστὸ εἶναι ὄχι μόνο νὰ καταφρονήσουμε ὅλα τὰ εὐχάριστα τοῦ κόσμου, ἀλλὰ καὶ νὰ ἔχουμε ἐγκαρτέρηση καὶ ὑπομονὴ σὲ κάθε πειρασμὸ ποὺ μᾶς ἔρχεται καὶ μᾶς προκαλεῖ λύπες, θλίψεις καὶ συμφορές, ὥσπου νὰ εὐδοκήσει νὰ μᾶς ἐπισκεφθεῖ ὁ Θεός, ὅπως λέει ὁ ψαλμωδός: «μὲ κάθε ὑπομονὴ περίμενα τὸν Κύριο, καὶ Αὐτὸς μὲ ἐπισκέφθηκε».
  3. Ἐκεῖνοι ποὺ προτιμοῦν σὲ κάτι τοὺς γονεῖς τους ἀπὸ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, δὲν ἔχουν πίστη στὸ Χριστό, καὶ ὁπωσδήποτε καταδικάζονται ἀπὸ τὴ συνείδησή τους, ἂν βέβαια ἔχουν ζωντανὴ συνείδηση τῆς ἀπιστίας τους. Γνώρισμα τῶν πιστῶν εἶναι νὰ μὴν παραβαίνουν σὲ τίποτε ἀπολύτως τὴν ἐντολὴ τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
  4. Ἡ πίστη στὸ Χριστό, τὸν ἀληθινὸ Θεό, γεννᾶ τὴν ἐπιθυμία τῶν καλῶν καὶ τὸ φόβο τῆς κολάσεως. Ἡ ἐπιθυμία τῶν πράγματι καλῶν καὶ ὁ φόβος τῆς κολάσεως, προξενοῦν τὴν ἀκριβῆ τήρηση τῶν ἐντολῶν. Ἡ ἀκριβὴς τήρηση τῶν ἐντολῶν διδάσκει στοὺς ἀνθρώπους πόσο ἀδύνατοι εἶναι. Ἡ κατανόηση τῆς πραγματικῆς ἀδυναμίας μᾶς γεννᾶ τὴ μνήμη τοῦ θανάτου. Ὅποιος ἀπέκτησε σύνοικό του τὴ μνήμη τοῦ θανάτου, θὰ ζητήσει μὲ πόνο νὰ μάθει, τί τὸν περιμένει μετὰ τὴν ἔξοδο καὶ τὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή. Καὶ ὅποιος φροντίζει νὰ μάθει γιὰ τὰ μετὰ θάνατον, ὀφείλει πρῶτα ἀπ’ ὅλα νὰ στερήσει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὰ παρόντα· γιατί ὅποιος εἶναι δεμένος μὲ ἐμπάθεια σ’ αὐτά, ἔστω καὶ στὸ παραμικρό, δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει τὴν τέλεια γνώση τῶν μελλόντων. Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη, κατὰ θεία οἰκονομία, γευθεῖ κάπως τὴ γνώση αὐτή, δὲν ἀφήσει ὅμως τὸ ταχύτερο αὐτὰ μὲ τὰ ὁποῖα εἶναι δεμένος μὲ ἐμπάθεια, γιὰ νὰ παραμείνει ὁλοκληρωτικὰ στὴ γνώση αὐτή, χωρὶς νὰ ἐπιτρέπει στὸν ἑαυτό του νὰ σκέφτεται τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ αὐτή, τότε καὶ ἡ γνώση ποὺ νομίζει ὅτι ἔχει, θὰ τοῦ ἀφαιρεθεῖ.
  5. Ἡ ἀπάρνηση τοῦ κόσμου καὶ ἡ τέλεια ἀναχώρηση ἀπὸ αὐτόν, μαζὶ μὲ τὴν ἀποξένωση ἀπ’ ὅλα τὰ ὑλικά, τὶς συνήθειες, τὶς γνῶμες καὶ τὰ πρόσωπα τοῦ κόσμου, καὶ μὲ τὴν ἄρνηση τοῦ σώματος καὶ τοῦ θελήματος, προξενεῖ μέσα σὲ λίγο καιρὸ μεγάλη ψυχικὴ ὠφέλεια σ’ ἐκεῖνον ποὺ μὲ τόση θέρμη ἀπαρνήθηκε τὸν κόσμο.
  6. Ἐσύ ποὺ φεύγεις ἀπὸ τὸν κόσμο, πρόσεξε μὴν ἀφήσεις στὴν ἀρχὴ τὴν ψυχή σου νὰ ζητᾶ παρηγοριὰ μένοντας μέσα σ’ αὐτόν, καὶ ἂς σὲ ἀναγκάζουν ὅλοι οἱ συγγενεῖς καὶ φίλοι. Αὐτὰ τοὺς τὰ συμβουλεύουν οἱ δαίμονες, γιὰ νὰ σβήσουν τὴ θέρμη τῆς καρδίας σου. Γιατί καὶ ἂν ἀκόμη δὲν ἐμποδίσουν ὁλότελα τὴν πρόθεσή σου, πάντως τὴν κάνουν πιὸ χαύνη καὶ ἀσθενική.
  7. Ὅταν σὲ ὅλα τὰ εὐχάριστα τοῦ βίου σταθεῖς ἀνδρεῖος καὶ ἀνυποχώρητος, τότε οἱ δαίμονες στρέφουν τοὺς συγγενεῖς σου σὲ συμπάθεια τάχα, καὶ τοὺς κάνουν νὰ κλαῖνε καὶ νὰ θρηνοῦν γιὰ σένα μπροστά σου. Θὰ καταλάβεις ὅμως αὐτὴ τὴν ἀλήθεια ὅταν, ἐσὺ μὲν μείνεις ἀκλόνητος καὶ σ’ αὐτὴ τὴ δαιμονικὴ ἐπίθεση, ἐνῶ ἐκείνους θὰ τοὺς δεῖς νὰ ἀνάβουν ξαφνικὰ ἐναντίον σου ἀπὸ μανία καὶ μίσος καὶ νὰ σὲ ἀποστρέφονται σὰν ἐχθρὸ καὶ νὰ μὴ θέλουν οὔτε νὰ σὲ δοῦν.
  8. Ὅταν βλέπεις τὴ θλίψη ποὺ προκαλεῖται ἐξαιτίας σου στοὺς γονεῖς, τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τοὺς φίλους, γέλα σὲ βάρος τοῦ δαίμονα ποὺ ὑποβάλλει ποικιλότροπα νὰ γίνονται ὅλα αὐτὰ ἐναντίον σου. Μὲ φόβο καὶ μεγάλη σπουδὴ ἀποτραβήξου καὶ παρακάλεσε ἐκτενῶς τὸ Θεὸ νὰ φτάσεις τὸ ταχύτερο σὲ λιμάνι καλοῦ πνευματικοῦ πατέρα, ὅπου αὐτὸς θὰ ἀναπαύσει τὴν κουρασμένη καὶ φορτωμένη ψυχή σου. Γιατί τὸ πέλαγος τοῦ βίου κρύβει πολλὰ ποὺ προξενοῦν κινδύνους καὶ τὴν πλήρη ἀπώλεια.
  9. Ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ μισήσει τὸν κόσμο, ὀφείλει νὰ ἔχει ἀγάπη στὸ Θεὸ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του, καὶ ἀέναη τὴ μνήμη Του. Γιατί τίποτε, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτά, δὲν κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀφήνει τὰ πάντα μὲ χαρὰ καὶ νὰ τὰ ἀποστρέφεται σὰν σκύβαλα.
  10. Μὴ θελήσεις καθόλου νὰ μείνεις στὸν κόσμο γιὰ εὔλογες ἢ παράλογες αἰτίες, ἀλλ’ ὅταν κληθεῖς, ὑπάκουσε ἀμέσως. Γιατί σὲ κανένα ἄλλο δὲν εὐχαριστεῖται ὁ Θεός, ὅσο στὴν ταχεία ἀνταπόκρισή μας. Καλύτερα σύντομα ὑπακοὴ μὲ φτώχεια, παρὰ ἀργοπορία μὲ πολλὰ ὑπάρχοντα.
  11. Ἀφοῦ ὁ κόσμος καὶ τὰ τοῦ κόσμου εἶναι ὅλα πρόσκαιρα, κι ὁ Θεὸς εἶναι ἄφθαρτος καὶ ἀθάνατος, νὰ χαίρεστε ὅσοι γι’ Αὐτὸν ἀφήσατε τὰ φθαρτά. Φθαρτὰ δὲν εἶναι μόνον ὁ πλοῦτος καὶ τὰ χρήματα, ἀλλὰ καὶ κάθε ἡδονὴ καὶ ἀπόλαυση τῆς ἁμαρτίας εἶναι φθορά. Μόνο οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ εἶναι φῶς καὶ ζωή. Καὶ ἔτσι τὶς ὀνομάζουν ὅλοι.
  12. Ἂν ἔλαβες, ἀδελφέ, μέσα σου θεία φλόγα καὶ γι’ αὐτὸ ἔτρεξες σὲ κοινόβιο ἢ σὲ πνευματικὸ πατέρα, ἂν σὲ παρακινεῖ αὐτὸς ἢ οἱ συνασκούμενοι ἀδελφοί σου νὰ ἀναπαύεσαι μὲ λουτρὰ ἢ φαγητὰ ἢ ἄλλες περιποιήσεις τοῦ σώματος, μὴ δεχτεῖς, ἀλλὰ νὰ εἶσαι πάντοτε ἕτοιμος γιὰ νηστεία, κακοπάθεια καὶ αὐστηρότατη ἐγκράτεια. Ἔτσι, ἂν παρακινηθεῖς ἀπὸ τὸν πνευματικό σου πατέρα νὰ περιποιηθεῖς λίγο τὸ σῶμα σου, νὰ βρεθεῖς ἕτοιμος νὰ ὑπακούσεις, χωρὶς οὔτε καὶ σ’ αὐτὸ νὰ κάνεις τὸ δικό σου θέλημα. Ἂν πάλι δὲ συμβεῖ αὐτό, νὰ ὑπομείνεις μὲ χαρὰ ὅ,τι θεληματικὰ προτίμησες, καὶ ἔτσι νὰ ὠφελεῖσαι ψυχικά. Ἂν τὸ τηρεῖς αὐτό, θὰ εἶσαι πάντοτε σὲ ὅλα νηστευτὴς καὶ ἐγκρατευτὴς καὶ ὁλότελα ἀρνητὴς τοῦ δικοῦ σου θελήματος. Καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ καὶ τὴ φλόγα τῆς καρδιᾶς σου θὰ τὴν φυλάξεις ἄσβηστη, ποὺ σὲ πείθει νὰ καταφρονεῖς τὰ πάντα.
  13. Ὅταν οἱ δαίμονες κάνουν τὰ πάντα καὶ δὲν μπορέσουν νὰ κλονίσουν τὸν κατὰ Θεὸν σκοπό μας ἢ νὰ τὸν ἐμποδίσουν, τότε μπαίνουν κρυφὰ σ’ αὐτοὺς ποὺ ὑποκρίνονται εὐλάβεια καὶ προσπαθοῦν μέσω αὐτῶν νὰ ἐμποδίζουν τοὺς ἀγωνιζόμενους. Καὶ στὴν ἀρχή, σὰν νὰ κινοῦνται τάχα ἀπὸ ἀγάπη καὶ συμπάθεια, τοὺς παρακινοῦν σὲ σωματικὲς ἀναπαύσεις, γιὰ νὰ μὴν ἀδυνατίσει τὸ σῶμα —λένε— καὶ πέσει σὲ ἀκηδία. Τοὺς παρασύρουν ἔπειτα σὲ ἀνώφελες συνομιλίες καὶ τοὺς κάνουν νὰ ξοδεύουν σ’ αὐτὲς τὶς ἡμέρες τους. Καὶ ὅταν κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀγωνιστὲς τοὺς ἀκούσει καὶ γίνει ὅμοιός τους, αὐτοὶ ἀλλάζουν καὶ γελοῦν γιὰ τὴν ἀπώλειά του. Ἂν πάλι δὲν ἀκούσει τὰ λόγια τους, ἀλλὰ κρατᾶ τὸν ἑαυτὸ του ξένο ἀπ’ ὅλα αὐτὰ καὶ σκεφτικὸ καὶ συνεσταλμένο, ἀρχίζουν νὰ τὸν φθονοῦν καὶ κάνουν τὰ πάντα, γιὰ νὰ τὸν διώξουν καὶ ἀπὸ τὴ Μονὴ ἀκόμη. Γιατί ἡ κενοδοξία ὅταν δὲν τιμᾶται, δὲν ὑποφέρει νὰ βλέπει ἀπέναντί της νὰ ἐπαινοῦν τὴν ταπείνωση.
  14. Πνίγεται ὁ κενόδοξος βλέποντας τὸν ταπεινόφρονα νὰ χύνει δάκρυα καὶ νὰ ὠφελεῖται διπλά: ἐξιλεώνει μ’ αὐτὰ τὸ Θεό, καὶ χωρὶς νὰ θέλει κάνει τοὺς ἀνθρώπους νὰ τὸν ἐπαινοῦν.
  15. Ἀφότου ἀναθέσεις τὸν ἑαυτό σου ὁλόκληρο στὸν πνευματικό σου πατέρα, νὰ ξέρεις ὅτι εἶσαι ξένος πλέον σὲ ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα φέρνεις μαζί σου ἀπ’ ἔξω: ἀνθρώπους, πράγματα καὶ χρήματα. Χωρὶς τὴ γνώμη του τίποτε μὴ θελήσεις νὰ κάνεις, ἀλλὰ μήτε νὰ ζητήσεις ἀπὸ αὐτὸν κάτι, οὔτε μεγάλο, οὔτε μικρό, ἐκτὸς ἂν ἐκεῖνος μὲ δική του γνώμη σὲ διατάξει νὰ πάρεις, ἤ σοῦ δώσει μὲ τὰ χέρια του.
  16. Χωρὶς γνώμη τοῦ πνευματικοῦ σου πατέρα οὔτε ἐλεημοσύνη νὰ δώσεις ἀπὸ τὰ χρήματα ποὺ ἔφερες, μὰ οὔτε καὶ νὰ θελήσεις νὰ λάβεις ἀπὸ αὐτὸν κάτι ἀπὸ αὐτὰ μὲ τὴ μεσολάβηση ἄλλου. Καλύτερα νὰ εἶσαι φτωχὸς καὶ ξένος καὶ νὰ ὑπακοῦς, παρὰ νὰ σκορπᾶς χρήματα καὶ νὰ δίνεις στοὺς φτωχοὺς ὅσο εἶσαι ἀρχάριος. Ἀπόδειξη τῆς καθαρῆς πίστεώς σου εἶναι νὰ ἀναθέσεις τὰ πάντα στὸν πνευματικό σου πατέρα, σὰν νὰ τὰ ἀνέθεσες στὸ χέρι τοῦ Θεοῦ.
  17. Οὔτε νερὸ νὰ ζητήσεις, καὶ ἄς σοῦ συμβαίνει νὰ φλέγεσαι, μέχρις ὅτου μόνος του ὁ πνευματικός σου πατέρας σὲ προτρέψει. Πίεζε τὸν ἑαυτό σου καὶ βίαζέ τον σὲ ὅλα, πείθοντας τὸ λογισμό σου μὲ τὰ λόγια: «Ἂν θέλει ὁ Θεὸς καὶ εἶσαι ἄξιος νὰ πιεῖς, θὰ τὸ φανερώσει στὸν πατέρα σου καὶ θὰ σοῦ πεῖ νὰ πιεῖς. Καὶ τότε θὰ πιεῖς μὲ καθαρὴ συνείδηση, κι ἂς μὴν εἶναι ἀκόμη ἡ ὥρα.»
  18. Κάποιος ποὺ δοκίμασε πνευματικὴ ὠφέλεια καὶ ἀπέκτησε ἀνόθευτη πίστη στὸν πνευματικό του πατέρα, βάζοντας μάρτυρα τῆς ἀλήθειας τὸ Θεὸ εἶπε: «Ἔχω πάρει μέσα μου αὐτὴ τὴν ἀπόφαση· νὰ μὴ ζητήσω ἀπὸ τὸν πνευματικό μου πατέρα οὔτε νὰ φάω οὔτε νὰ πιῶ τίποτε, ἢ νὰ γευθῶ κάτι χωρὶς νὰ μοῦ πεῖ ἐκεῖνος, ἕως ὅτου ὁ Θεὸς τὸν πληροφορήσει καὶ μὲ διατάξει ὁ ἴδιος. Καὶ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο δὲν ἀστόχησα ποτέ».
  19. Ἐκεῖνος ποὺ ἀπέκτησε καθαρὴ πίστη στὸν κατὰ Θεὸν πατέρα του, θεωρεῖ ὅτι βλέποντας αὐτόν, βλέπει τὸν ἴδιο τὸ Χριστό. Καὶ ὅταν βρίσκεται μαζί του ἢ τὸν ἀκολουθεῖ, πιστεύει ἀκλόνητα ὅτι βρίσκεται μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ καὶ ὅτι Αὐτὸν ἀκολουθεῖ. Αὐτὸς ὁ ὑποτακτικὸς ποτὲ δὲ θὰ ἐπιθυμήσει νὰ συναναστραφεῖ μὲ κάποιον ἄλλο, οὔτε θὰ προτιμήσει κανένα ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου παραπάνω ἀπὸ τὴν μνήμη ἐκείνου καὶ τὴν ἀγάπη του. Γιατί τί εἶναι μεγαλύτερο καὶ ὠφελιμότερο καὶ στὴν παροῦσα ζωὴ καὶ στὴ μέλλουσα ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι κανεὶς μαζὶ μὲ τὸ Χριστό; Καὶ τί εἶναι ὡραιότερο καὶ γλυκύτερο ἀπὸ τὴ θέα τοῦ Χριστοῦ; Κι ἂν μάλιστα ἀξιωθεῖ νὰ συνομιλεῖ μαζί Του, ἐξάπαντος ἀπὸ αὐτὸ θ’ ἀντλήσει ζωὴ αἰώνια.
  20. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ μὲ ὅλη του τὴν ψυχὴ ἐκείνους ποὺ τὸν ὑβρίζουν ἢ τὸν ἀδικοῦν καὶ τοῦ στεροῦν τὰ πράγματά του, καὶ προσεύχεται γι’ αὐτούς, ἀνεβαίνει σὲ λίγο καιρὸ σὲ ὑψηλὸ βαθμὸ προκοπῆς. Γιατί ὅταν αὐτὸ γίνεται μὲ αἴσθηση τῆς καρδιᾶς, κατεβάζει τὸν ἄνθρωπο σὲ ἄβυσσο ταπεινώσεως καὶ σὲ πηγὲς δακρύων, ὅπου βυθίζεται τὸ τριμερές τῆς ψυχῆς, καὶ ἀνεβάζει στὸν οὐρανὸ τῆς ἀπάθειας τὸ νοῦ καὶ τὸν κάνει θεωρητικό. Καὶ μὲ τὴ γεύση τῆς οὐράνιας ἀγαθότητας τὸν κάνει νὰ θεωρεῖ σκύβαλα ὅλα τὰ πράγματα αὐτῆς τῆς ζωῆς, καὶ νὰ παίρνει ἀκόμη καὶ αὐτὴν τὴν τροφὴ καὶ τὸ νερὸ πιὸ ἀραιὰ καὶ χωρὶς ἡδονικὴ διάθεση.
  21. Ὁ ἀσκητὴς δὲν πρέπει νὰ ἀπέχει μόνον ἀπὸ κακὲς πράξεις, ἀλλὰ καὶ νὰ φροντίζει νὰ εἶναι ἐλεύθερος ἀπὸ λογισμοὺς καὶ ἔννοιες κακές, καὶ νὰ ἀσχολεῖται συνεχῶς μὲ ψυχωφελεῖς καὶ πνευματικὲς ἐνθυμήσεις, γιὰ νὰ μένει ἔτσι ἀμέριμνος ἀπὸ τὰ βιοτικά.
  22. Ἂν κανεὶς ξεγυμνώσει ὅλο τὸ σῶμα του, ἔχει ὅμως κάλυμμα στὰ μάτια καὶ δὲν θελήσει νὰ τὸ πετάξει, δὲν μπορεῖ μὲ μόνη τὴ γύμνια τοῦ σώματος νὰ δεῖ τὸ φῶς. Ἔτσι κι ἐκεῖνος ποὺ καταφρόνησε ὅλα τὰ ἄλλα πράγματα καὶ τὰ χρήματα καὶ ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὰ πάθη του, ἂν δὲν ἐλευθερώσει καὶ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του ἀπὸ τὶς ἐνθυμήσεις τοῦ κόσμου καὶ τὶς πονηρὲς ἔννοιες, δὲν θὰ δεῖ ποτὲ τὸ νοητὸ φῶς, δηλαδὴ τὸν Κύριο καὶ Θεὸ μας Ἰησοῦ Χριστό.
  23. Ὅ,τι κάνει τὸ κάλυμμα ποὺ ἐμποδίζει τὰ μάτια, τὸ ἴδιο κάνουν καὶ οἱ κοσμικοὶ λογισμοὶ καὶ οἱ βιοτικὲς ἐνθυμήσεις στὴ διάνοια, ποὺ εἶναι ὁ ὀφθαλμὸς τῆς ψυχῆς. Ὅσον καιρὸ λοιπὸν τὶς ἔχουμε, δὲν πρόκειται νὰ δοῦμε· ὅταν ὅμως ἀφαιρεθοῦν μὲ τὴ μνήμη τοῦ θανάτου, τότε θὰ δοῦμε ὁλοκάθαρα τὸ ἀληθινὸ Φῶς, τὸ ὁποῖο φωτίζει κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔρχεται στὸν ἄνω κόσμο.
  24. Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι τυφλὸς ἐκ γενετῆς δὲ θὰ μάθει, οὔτε θὰ πιστέψει τὴν ἀξία τῶν γραφομένων ἐκεῖνος ὅμως ποὺ κάποτε θ’ ἀξιωθεῖ νὰ δεῖ, θὰ μαρτυρήσει ὅτι εἶναι ἀλήθεια τὰ λεγόμενα.
  25. Ἐκεῖνος ποὺ βλέπει μὲ τὰ αἰσθητὰ μάτια, ξέρει πότε εἶναι νύχτα καὶ πότε ἡμέρα, ἐνῶ ὁ τυφλὸς ἀγνοεῖ καὶ τὰ δύο. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ θεραπεύτηκε ἀπὸ τὴν πνευματικὴ τύφλωση καὶ βλέπει μὲ τὰ νοερὰ μάτια, ἔχοντας δεῖ τὸ ἀληθινὸ καὶ ἄδυτο Φῶς, ὅταν ἀπὸ ραθυμία γυρίσει στὴν πρωτινή του τύφλωση καὶ στερηθεῖ τὸ φῶς, αἰσθάνεται ἔντονα τὴ στέρησή του, καὶ δὲν ἀγνοεῖ ἀπὸ ποὺ τοῦ προῆλθε αὐτή. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ εἶναι τυφλὸς ἐκ γενετῆς, δὲν γνωρίζει τίποτε ἀπὸ αὐτὰ οὔτε μὲ τὴν πείρα, οὔτε ἀπὸ τὴν ἐνέργειά τους, ἐκτὸς ἂν ἐξ ἀκοῆς ἀκούσει καὶ μάθει κάτι γι’ αὐτὰ ποὺ ποτὲ δὲν εἶδε, καὶ διηγηθεῖ σὲ ἄλλους ἐκεῖνα ποὺ ἄκουσε· ὅμως κι αὐτὸς καὶ ὅσοι τὸν ἀκοῦνε δὲ θὰ γνωρίζουν γιὰ ποιὰ πράγματα μιλοῦνε.
  26. Εἶναι ἀδύνατο καὶ στὴ σάρκα νὰ προξενεῖ κανεὶς κόρο μὲ ἄφθονα φαγητά, καὶ παράλληλα νὰ ἀπολαμβάνει πνευματικὰ τὴ νοερὴ καὶ θεία χρηστότητα. Ὅσο ὑπηρετήσει κανεὶς τὴν κοιλιά του, τόσο θὰ στερηθεῖ τὴ θεία χρηστότητα. Καὶ στὸ βαθμὸ ποὺ θὰ ταλαιπωρήσει κανεὶς τὸ σῶμα του, ἀνάλογα θὰ χορτάσει πνευματικὴ τροφὴ καὶ παρηγοριά.
  27. Ἂς ἀφήσουμε ὅλα τὰ ἐπίγεια· ὄχι μόνο τὸν πλοῦτο καὶ τὸ χρυσάφι καὶ τὰ ἄλλα ὑλικὰ πράγματα τοῦ βίου, ἀλλὰ ἂς διώξουμε τελείως καὶ τὴν ἐπιθυμία τους ἀπὸ τὶς ψυχές μας. Ἂς μισήσουμε ὄχι μόνον τὶς ἡδονὲς τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ τὶς ἄλογες κινήσεις του καὶ ἂς φροντίσουμε νὰ τὸ νεκρώσουμε μὲ κόπους. Γιατί μὲ τὸ σῶμα ἐκδηλώνεται ἡ ἐπιθυμία καὶ καταλήγει στὴν πράξη. Καὶ ὅσο αὐτὸ ζεῖ, εἶναι ἑπόμενο ἡ ψυχή μας νὰ εἶναι νεκρὴ καὶ δυσκίνητη γιὰ κάθε θεία ἐντολή, ἢ καὶ τελείως ἀκίνητη.
  28. Ὅπως ἡ φλόγα στρέφεται πάντοτε πρὸς τὰ πάνω, καὶ μάλιστα ἂν ἀνακατέψεις τὰ ξύλα, ἔτσι καὶ ἡ καρδιὰ τοῦ κενόδοξου δὲν μπορεῖ νὰ ταπεινωθεῖ, ἀλλὰ ἔτσι καὶ τοῦ πεῖς ἐκεῖνα ποὺ τὸν ὠφελοῦν, ὑπερηφανεύεται περισσότερο. Ὅταν δηλαδὴ τὸν ἐλέγχουν ἢ τὸν νουθετοῦν, ἀντιλέγει ἔντονα· ἐνῶ ὅταν τὸν ἐπαινοῦν καὶ τὸν κολακεύουν, ἐπαίρεται ἄπρεπα.
  29. Ἐκεῖνος ποὺ ἀποφάσισε νὰ ἀντιλέγει, εἶναι γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοῦ δίκοπο μαχαίρι· χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνει φονεύει τὴν ψυχή του καὶ τὴν ἀποξενώνει ἀπὸ τὴν αἰώνια ζωή.
  30. Ἐκεῖνος ποὺ ἀντιλέγει εἶναι ὅμοιος μ’ ἐκεῖνον ποὺ παραδίνεται θεληματικὰ στοὺς ἐχθρούς του βασιλιᾶ. Γιατί ἡ ἀντιλογία εἶναι ἀγκίστρι, μὲ δόλωμα τὴ δικαιολογία, ἀπὸ τὴν ὁποία δελεαζόμαστε καὶ καταπίνουμε τὸ ἀγκίστρι τῆς ἁμαρτίας. Μ’ αὐτὸ συνηθίζουν νὰ πιάνουν τὴ δύστυχη ψυχὴ ἀπὸ τὴ γλώσσα καὶ τὸ λαιμὸ τὰ πνεύματα τῆς πονηρίας, καὶ ἄλλοτε νὰ τὴν τινάζουν ψηλὰ στὴν ὑπερηφάνεια, ἄλλοτε νὰ τὴν καταποντίζουν σὲ ἀβυσσαλέο χάος ἁμαρτίας, καὶ ἔτσι νὰ τὴν καταδικάζουν μαζὶ μὲ τοὺς δαίμονες ποὺ ἔπεσαν ἀπὸ τὸν οὐρανό.