Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Η ηθική ετερονομία στην Ορθοδοξία

Η Ορθόδοξη Εκκλησία κινούμενη διοικητικά στα δημοκρατικά πλαίσια της Πενταρχίας, απέφυγε την παγίδα της αυθεντίας του ενός όπως έγινε στην εκκλησιαστική Δύση (Πάπας). Και δεν πληγώθηκε από τις ακρότητες των αυθαιρεσιών της κυρίως κατά τον μεσαίωνα. Η Ορθόδοξη Εκκλησία έμεινε μακριά από την κριτική του Διαφωτισμού η οποίο εκφράστηκε κυρίως εναντίον του Καθολικισμού τόσο στο δόγμα του όσο και στο ήθος του. Το γεγονός αυτό απέκλεισε την Ορθοδοξία από την συμβολή της στα φιλοσοφικά τεκταινόμενα στην δυτική φιλοσοφία του 18ου αιώνα τα οποία οδήγησαν στη θεμελίωση της αυτονομίας και της ετερονομίας στην ηθική. Η διαλογική σχέση μεταξύ του αυτόνομου και του ετερόνομου ήθους αποτελεί την βάση της ηθικής διδασκαλίας της ορθοδοξίας . Η Χριστιανική ηθική η οποία έχει ως αντικείμενο τον άνθρωπο στηρίζεται στην ελευθερία του. Διότι η ελευθερία είναι η ουσιωδέστερη ιδιότητα την οποία δώρισε ο Θεός στον άνθρωπο μέσω της οποίας θα οδηγηθεί ανεμπόδιστα στην τελείωση. Από τον στόχο του θα τον παρέκκλιναν τα εμπόδια του καταναγκασμού. Η ελευθερία της βούλησης είναι το βασικό κριτήριο του προσώπου της αντίληψης και του διαχωρισμού των εννοιών του καλού και του κακού. Σε ανελεύθερη ηθική δεν υπάρχει η έννοια του καλού και του κακού αλλά οι συνέπιες της διάδρασης των φυσικών νόμων. Επομένως για το Χριστιανισμό της αγάπης απαραίτητο στοιχείο της λύτρωσης του ανθρώπου είναι η ελευθερία του προσώπου του. (Κόιος, 2004: 93-94) Μετά τον θάνατο της αθωότητας, μετά την πτώση του, δηλαδή, ο άνθρωπος έπαψε να μετέχει στη Δόξα του Θεού με αποτέλεσμα να απωλέσει την ελευθερία του και την συνεπαγόμενη από αυτήν ορθή κριτική ικανότητα, επειδή υπέκυψε στα πάθη. Τα πάθη αλλοίωσαν το πρόσωπο του το οποίο ανίκανο, πλέον, να ζήσει κατά φύσει ενεργούσε και ενεργεί παρά φύσει. Ο άνθρωπος της πτώσης θεωρεί, πλανεμένα, την «κατ’ εικόνα και ομοίωση» πλάση του από τον Θεό εμπόδιο για την ανάπτυξη της ελευθερίας του και πράττει τα πάντα για να απαλλαγεί από αυτή. Αν ζούσε κατά φύσει, θα αντιλαμβανόταν ότι οι δυνατότητες επιλογής οι οποίες του προσφέρθηκαν λόγω της πνευματικής συγγένειας του με το Θεό, είναι απεριόριστες . Είναι δε τέτοιο το πλήθος των δυνατοτήτων οι οποίες προσφέρουν στον άνθρωπο τη ισχύ να επέμβει ακόμα και στην δομή της φύσης (ύπαρξης).Είναι, επιπλέον, τόσο μεγάλη η απορρέουσα από την αυτόβουλή επιλογή δύναμη, η οποία αν παρεννοηθεί είναι ικανή να αντιστρέψει την ιεραρχία της δημιουργίας. Να λατρέψει , δηλαδή, ο άνθρωπος το εαυτό του σαν Θεό να τον θεοποιήσει και να πλάσει τον άκτιστο Θεό Του «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση» του προσώπου του, να πλάσει δηλαδή είδωλο. Η μη συνειδητοποίηση των ικανοτήτων του οφείλεται στην σύγχυση του νου από την πτώση. Ο άνθρωπος αποκομμένος από την δύναμη του Θεού, του πνευματικού του εαυτού, βιώνει την αδυναμία του η οποία τον οδηγεί μέσα από σωρεία λαθών στην φθορά της αμαρτίας. Τη τραγικότητα της ύπαρξης του επιτείνει η διαπίστωση της υφιστάμενης διχογνωμίας μεταξύ των δύο αντικρουόμενων ,υπό μορφή νόμων, συνειδήσεων του. Οι ετερώνυμοι νόμοι ο νόμος του «νοός» και ο «έτερος» νόμος αναπτύχθηκαν μετά την διαίρεση της ενιαίας συνείδησης κατά τον αποχωρισμό του ανθρώπου από τον Θεό. Η συνεχόμενη πτώση του ανθρώπου δείχνει ότι είναι αδύναμος να επιστρέψει μόνος του στην φύση του. (Κόιος, 2004: 93-94) Ο νόμος ο οποίος περιείχε την αλήθεια του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου είχε δοθεί στον Ισραήλ μέσω του Μωυσή και των προφητών. Αλλά λειτούργησε καταστροφικά, διότι, ο έκπτωτος άνθρωπος αδυνατούσε να τον κατανοήσει και επομένως να τον τηρήσει κατά γράμμα. Η αδυναμία τήρησης του Νόμου τον διαστρέβλωσε σε δυναμικό όργανο της αμαρτίας, χωρίς να είναι ο ίδιος ο νόμος αμαρτία, και από διαθήκη μεταξύ Θεού και ανθρώπων, κατέληξε να είναι ετερόνομη αιχμαλωσία της ψυχής. Εδώ κρύβεται και η τραγικότητα της ανθρώπινης φύσης, η οποία ενώ γνωρίζει την αμαρτία μέσω του νόμου εν τούτοις αδυνατεί να την αποφύγει. (η αρχαία ελληνική ακρασία ή ακράτεια. Η κατάσταση κατά την οποία ο άνθρωπος ενώ γνωρίζει το κακό το πράττει). Η γνώση της αδυναμίας του στην αποφυγή της αμαρτίας, οδηγεί την συνείδηση του σε αδιέξοδο, διότι, θεωρεί τον νόμο σαν διαρκή υπενθύμιση της αμαρτία και σαν ένα βαρύ φορτίο το οποίο είναι υποχρεωμένος να φέρει. Η σάρκωση και έλευση του Χριστού αίρει το υπαρξιακό αδιέξοδο του ανθρώπου και το άγχος της αμαρτίας. Ο άνθρωπος πλέον πορεύεται προς την κατά φύση ζωή του με την λύτρωση από τον Θεάνθρωπο και με την αρωγή της Θείας Χάρης. Ένας νόμος ο οποίος πηγάζει από τον Χριστό και από τη Θεία Χάρη δεν είναι νόμος καταναγκαστικός όπως ο Μωσαϊκός, αλλά νόμος ελεύθερος. Ο νόμος στον Χριστιανισμό δεν είναι η υλοποίηση της τιμωρίας αλλά το μέσον μέσω του οποίου γνωστοποιείται και υποστασιοποιείται η αμαρτία. Ο νόμος αποκαλύπτει στον άνθρωπο την αμαρτία και το χρόνο κατά τον οποίο ο ίδιος υποπίπτει σε αυτή , αλλά επειδή δεν μπορεί από μόνος του να απαλλαγεί από την αμαρτία θεωρεί τον νόμο υπεύθυνο της ανικανότητάς του. Τον φορτώνει με αρνητικά στοιχεία όπως την αιτία της ανελευθερίας του και την αδυναμία του να λυτρωθεί στα πλαίσια του νόμου εξ αιτίας του περιορισμού της αυτοβουλίας του. Η ψυχική αστάθεια του πτωτικού ανθρώπου του δημιουργεί πνευματική ανεπάρκεια εξ αιτίας της οποίας αδυνατεί να αποφύγει το κακό όταν το γνωρίζει ή να μην πράττει το καλό όταν, επίσης, το γνωρίζει. Η δύναμη της αμαρτίας είναι τόσο ισχυρή ώστε πείθεται ότι ο εξωγενής σαρκικός νόμος στον οποίο εισήλθε η αμαρτία είναι νόμος της ψυχοσωματικής του οντολογίας. Η άρνηση της ύπαρξης της αμαρτίας θα ήταν επιβλαβής για την ανθρώπινη ψυχοσωματική ισορροπία. Στην χριστιανική ηθική η αμαρτία παρουσιάζεται ως κακό. Η θεώρηση της αμαρτίας ως κακό δεν αποσκοπεί στο να γεμίσει τον άνθρωπο με ολέθριες ενοχές, αλλά να του δείξει ότι η αμαρτία δεν είναι ψυχολογικό φαινόμενο αλλά οντολογικό. Πράγμα που σημαίνει ότι η αμαρτία (κακό) είναι ασθένεια, από την οποία μπορεί να θεραπευθεί με την δύναμη της μετάνοιας. Παρά την διακριτή διαφορά μεταξύ της αυτονομίας και της ετερονομίας η Ορθόδοξη ηθική στην ουσία υπερβαίνει την αντιθετική τους ύπαρξη, χάρη στην συμβολή του δεύτερου προσώπου της Αγίας Τριάδας, του Υιού του Θεού. Η είσοδος του Χριστού στην ιστορία μαρτυρεί ότι ο Θεός δεν επιβάλλει κανένα νόμο στον άνθρωπο. Παρά μόνο του προτείνει μέσα από την Θεία Χάρη τον δρόμο της σωτηρίας του. Η πρόταση δεν σημαίνει καταναγκασμός οπότε η βούληση του ανθρώπου είναι ελεύθερη να τη δεχθεί η όχι. Με αυτό τον τρόπο εξαλείφεται η διαφορά μεταξύ αυτονομίας και ετερονομίας και η αρχική ετερονομία μετατρέπεται με την βουλητική συμβολή του ανθρώπου σε αυτονομία. Την ελεύθερη αποδοχή ή την απόρριψη από τον άνθρωπο της αλήθειας του Ευαγγελίου προωθεί η Ορθόδοξη Εκκλησία με τους κανόνες της. Οι εκκλησιαστικοί κανόνες είναι οι θείοι όροι οι οποίοι περιέχονται στο ευαγγέλιο και βοηθούν τον άνθρωπο να αποκτήσει την πραγματική του ζωή και ελευθερία. Οι κανόνες διαφέρουν από τους νόμους ως προς τον τρόπο πρόληψης τους. Ο νόμος, σε αντίθεση με τον κανόνα, είναι υποχρεωτικός και επιβάλλεται από την ισχύ κάποιας εξωτερικής εξουσίας. Ο κανόνας είναι τρόπος ζωής ο οποίος στοχεύει στην ένωση του Θεού με τον άνθρωπο. Ο κανόνας δεν επιβάλλεται αλλά η αποδοχή του ή η απόρριψη του επαφίεται στην ελεύθερη βούληση του ανθρώπου. (Κόιος, 2004: 95-96,98-99,111)