Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ Τα πρώτα χρόνια Ο Άγιος Κυπριανός καταγόταν από την παραλιακή πόλη της Καρχηδόνας ή Καρθαγένης που βρισκόταν στη Λιβύη. Να θυμήσουμε ότι η Καρχηδόνα ήταν για πολλά χρόνια το αντίπαλο δέος της αρχαίας Ρώμης. Δεν είναι τυχαίο δηλαδή το γεγονός ότι από την Καρχηδόνα ξεκίνησε ο Αννίβας, για να υποτάξει τη Ρώμη. Ο Κυπριανός λοιπόν γεννήθηκε σε αυτή την πόλη το 211 μ.Χ. περίπου. Ήταν γόνος μιας μεγάλης ειδωλολατρικής και πλούσιας οικογένειας Συγκλητικών. Ανατράφηκε και έζησε στην Καρχηδόνα ενώ όλη του η δράση, ως ρήτορα πρώτα και μάγου μετά, αναφέρεται στην Αντιόχεια της Συρίας όταν βασιλιάς ήταν ο Δέκιος, περίπου το 250 μ.Χ. Ήταν πολύ έξυπνος και επιμελής στα γράμματα και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να αποκτήσει σπουδαία μόρφωση και να κάνει λαμπρές σπουδές. Ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία και την ρητορική και με τις απόκρυφες επιστήμες, έτσι ώστε από πολλούς να θεωρείτε μάγος. Ήταν πολύ καλός ρήτορας και η φήμη που απέκτησε για την εποχή του ήταν πολύ μεγάλη. Σαν ειδωλολάτρης και πλούσιος που ήταν ζούσε μία ζωή άνετη, μέσα στις απολαύσεις και βέβαια ανήθικη. Ήταν η ειδωλολατρική παιδεία που ωθούσε τους νέους τότε στην άτακτη ζωή. Ένα επί πλέον επιβαρυντικό στοιχείο ήταν βέβαια και η ενασχόλησή του με την μαγεία. Ασχολιόταν πολύ με την μαγεία, η οποία ήταν τότε της μόδας, λόγω της ειδωλολατρίας. Είχε καταξιωθεί ως ο πιο διάσημος μάγος της εποχής του. Στην Αντιόχεια, που ήταν πρωτοπόρα πόλη στον τομέα των γραμμάτων ο Κυπριανός πήγε με σκοπό να δείξει τις όποιες ικανότητές του. Η Ιούστα Στην περιοχή της Αντιόχειας από όπου και καταγόταν ζούσε η Αγία Ιουστίνα. Ήταν η κόρη ενός ειδωλολάτρη ιερέα, που ονομαζόταν Αιδέσιος και της Κληδονίας που και αυτή βρισκόταν στην πλάνη των ειδώλων. Η Ιούστα όπως ήταν το όνομά της πριν βαπτιστεί, σαν ειδωλολάτρισσα που ήταν, ξεχώριζε από τα παιδιά της ηλικίας της γιατί είχε καλή καρδιά αλλά και ήθελε να μαθαίνει την αλήθεια για κάθε τι που την απασχολούσε. Μεγαλώνοντας λοιπόν σε ένα ειδωλολατρικό περιβάλλον η Ιούστα άρχισε να ξεφεύγει σιγά σιγά από την πλάνη της ειδωλολατρίας και με την καλή της διάθεση άρχισε να περιφρονεί τη λατρεία των ειδώλων. Ο Πανάγαθος Θεός βλέποντας την καλή της καρδιά και την διάθεσή της, την φώτισε, ώστε έφτασε στον σημείο, να πιστέψει στον μόνο Αληθινό Θεό και να περιφρονεί εντελώς την ειδωλολατρική θρησκεία. Ο Πραύλιος που ήταν διάκονος από την Αντιόχεια βοήθησε την Ιούστα για να πιστέψει και να στερεώσει την χριστιανική πίστη μέσα της. Και αυτό γινόταν με το να πηγαίνει η Ιούστα κρυφά στην Εκκλησία και να ακούει τους λόγους του Πραύκου. Μετά από καιρό η Ιούστα και αφού είχε στερεώσει την πίστη της απευθυνόμενη προς την μητέρα της, της είπε: - "Μητέρα, εξήγησέ μου σε παρακαλώ το λόγο για τον οποίο πιστεύουμε στους θεούς, που δεν είναι παρά πέτρες και λιθάρια. Έχεις ακούσει για εκείνους που πιστεύουν στον Χριστό και αποκαλούνται Χριστιανοί; Δεν μπορεί. Εσύ η ίδια είχες παρατηρήσει ότι μόλις κάποιος από τους Χριστιανούς εμφανίζεται, οι δικοί μας θεοί φεύγουν αμέσως τρέμοντας. Πως γίνεται δηλαδή να προσφέρουμε τιμές σε αυτούς τους θεούς που τρέμουν μπροστά σε κάθε Χριστιανό;" Η Κληδονία ακούγοντας την κόρη της να μιλά και να φαίνεται τόσο σίγουρη για τα λόγια που της έλεγε ταλαντεύτηκε μέσα της, αλλά όχι δεν ήταν έτοιμη να αφήσει τα είδωλα. Φοβούμενη μάλιστα την επερχόμενη οργή του πατέρα της Ιούστας, άμα μάθαινε ξαφινκά ότι η κόρη του μιλά με απαξιωτικά λόγια για τους προγονικούς τους θεούς, τον ενημέρωσε για τα όσα ειπώθηκαν μεταξύ τους. Σκεφτόταν μάλιστα ότι αυτό θα ήταν το ποιο συνετό μιας και θα μπορούσε από την οργή του να σκοτώσει την κόρη του. Ο Αιδέσιος, ακούγοντας την εξιστόρηση της Κληδονίας όχι μόνο δεν οργίστηκε αλλά απεναντίας, άρχισε να αμφιβάλει για τους θεούς του. Το ίδιο βράδυ μάλιστα στον ύπνο του είδε τον Ιησού Χριστό εν μέσω Αγγέλων που τον καλούσε με ένα νεύμα και του έλεγε: - "Έλα κοντά Μου καθ θα σου χαρίσω την Βασιλεία των Ουρανών". Την άλλη μέρα το πρωί πήρε, τη γυναίκα του και την κόρη του και πήγε στον Επίσκοπο, που τον λέγανε Όκτατο. Ο Επίσκοπος Όκτατος, άκουσε προσεκτικά όλα όσα είχαν συμβεί αλλά και για το ενύπνιό του Αιδέσιου και δέχτηκε να τους βαπτίσει. Μάλιστα ο Αιδέσιος, χειροτονήθηκε και από ιερέας των ειδώλων που ήταν, έγινε Ιερέας του Αληθινού Θεού. Από εκείνη τη μέρα έζησε μία ζωή θεάρεστη. Ο Αιδέσιος αποδήμησε εις Κύριον μετά από ενάμιση χρόνο και έπειτα από λίγο καιρό τον ακολούθησε και η Κληδονία. Έτσι η παρθένα Ιούστα έμεινε ορφανή από τους γονείς της και μόνη της πλέον. Το πάθος του Αγλαΐδα. Η Ιούστα αφιερώθηκε ολόψυχα στον Χριστό και το έργο Του. Συνέτρεχε τους αρρώστους και προσπαθούσε να τους ανακουφίζει, ενώ ταυτόχρονα κατηχούσε τις κοπέλες για να τις φέρει κοντά στον Ιησού Χριστό και την πραγματική πίστη. Διέδιδε τον λόγο του Θεού και με τον καλύτερο τρόπο μιας που ήταν στολισμένη με πολλές αρετές. Περισσότερο από όλες όμως η σεμνότητα και η αγνότητα λαμποκοπούσαν πάνω της. Αγωνιζόταν κάθε μέρα να κρατηθεί αμόλυντη και καθαρή από κάθε σαρκική επιθυμία και σκέψη. Ο διάβολος βλέποντας την καθαρότητά της δεν μπορούσε να την αφήσει να συνεχίσει αμόλυντη το έργο της. Έτσι θέλησε να δυσκολέψει το έργο της. Υπήρχε εκείνη την εποχή ένας νέος ευγενής, ειδωλολάτρης, πλούσιος και ακόλαστος που τον έλεγαν Αγλαΐδα. Είχε δει πολλές φορές την παρθένα Ιούστα, να πηγαίνει στην Εκκλησία. Πάντα της έκανε νεύματα και την κολάκευε και της υποσχόταν να την κάνει γυναίκα του. Η Ιούστα από την άλλη βλέποντας αυτή την κατάσταση αγωνιζόταν να αφαιρέσει την εξωτερική της ομορφιά με νηστείες, αγρυπνίες και προσευχές. Ο Αγλαΐδας όμως συνέχιζε τα νεύματα και τις κολακίες και τις υποσχέσεις να την κάνει γυναίκα του. Κάποια στιγμή μάλιστα η Ιούστα ακούγοντας για άλλη μια φορά τα όσα έλεγε ο Αγλαΐδας του είπε: - "Όλα όσα λες, μου ακούγονται φλύαρα, διότι μου φτάνει ο Νύμφιος μου ο Χριστός που φυλάει την παρθενία μου αμέτοχη και μακρυά από κάθε ρύπο". Ο Αγλαΐδας θύμωσε και κάποια στιγμή επιχείρησε μαζί με μερικούς φίλους του, να την απαγάγει με τη βία. Οι συγγενείς όμως της Ιούστας έτρεξαν οπλισμένοι και ο Αγλαΐδας όταν τους είδε φοβήθηκε και έτρεξε να κρυφτεί. Ήταν τόσο μεγάλο το πάθος όμως του Αγλαΐδα που θα προσπαθούσε με χίλιους τρόπους να μολύνει την παρθένα Ιούστα. Ο Μάγος Κυπριανός και η παρθένα Ιούστα Ο Αγλαΐδας δεν απογοητευόταν και το πάθος του έρωτα τον καθοδηγούσε στο να κάνει πολλές πανουργίες στα κρυφά. Κάποια στιγμή λοιπόν, άκουσε για τη φήμη του μεγάλου μάγου που ονομαζόταν Κυπριανός. Μόλις είχε φθάσει στην Αντιόχεια όπως αναφέραμε πιο πάνω με σκοπό να δείξει και εδώ τις ικανότητες του. Εμφανίστηκε λοιπόν μπροστά στον Κυπριανό και του είπε: - "Μεγάλε μάγε Κυπριανέ που η φήμη σου έχει σκορπίσει στα πέρατα της γης ήρθα μπροστά σου να σε παρακαλέσω για κάτι που πονάει η καρδία μου. Θέλω η παρθένα Ιούστα να γίνει δική μου. Γι' αυτό θέλω να κάνεις μάγια, για να πετύχω το σκοπό μου και εγώ θα σου δώσω όσο χρυσάφι επιθυμήσεις". Ο μάγος Κυπριανός του το υποσχέθηκε μιας και νόμιζε ότι μία τέτοια περίπτωση ήταν παιχνιδάκι για ένα μάγο σαν τον ίδιο. Άνοιξε λοιπόν τα μαγικά του βιβλία και κάλεσε τα πονηρά πνεύματα. Ύστερα γέμισε ένα δοχείο, με αυτό που έφτιαξε και έδωσε οδηγίες στα πονηρά πνεύματα να πάνε να ραντίσουν με αυτό έξω από το σπίτι Ιούστας. Ήταν τόσο σίγουρος για το αποτέλεσμα γιατί τότε το να κάνει μία κοπέλα να αγαπήσει ένα νέο, θεωρούνταν ευκολώτατο για τον οποιοδήποτε μάγο. Το ίδιο βράδυ η Ιούστα, όπως έκανε κάθε βράδυ θέλησε να προσευχηθεί. Αισθανόταν όμως κάποιες περίεργες και πονηρές επιθυμίες που μέσα της μεγάλωναν και θέριευαν. Έκανε το σημείο του Σταυρού και αμέσως έφυγαν όλες αυτές οι επιθυμίες και ηρέμησε και συνέχισε να προσεύχεται μέχρι το πρωί. Από την άλλη ο μάγος Κυπριανός, κατάλαβε ότι δεν πέτυχε το σκοπό του και μεταχειρίστηκε και άλλα μαγικά τεχνάσματα πιο αποτελεσματικά για τον ίδιο. Μάταια όμως, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα απολύτως στην παρθένα Ιούστα. Έφτασε στο σημείο μάλιστα να καλέσει τα μεγαλύτερα και ισχυρότερα πονηρά πνεύματα, χωρίς και πάλι κανένα αποτέλεσμα. Ο σατανάς σαν τελευταία λύση του μεγάλου μάγου Κυπριανού μεταμορφώθηκε σε μία ευσεβή και ευγενική γυναίκα που παρουσιάστηκε στην Ιούστα και κατάφερε και την πάρει στο σπίτι της, για να βοηθούνται στην πνευματική ζωή, σαν καλές πνευματικά αδελφές. Σε μία από τις συζητήσεις που είχαν μεταξύ τους και που αφορούσε την παρθενία της Ιούστας η γυναίκα εκείνη είπε: - "Καλή μου Ιούστα έχεις σκεφτεί ποτέ ότι αν όλες οι γυναίκες έμεναν παρθένες, τότε μάλλον θα χανόταν ολόκληρη η ανθρωπότητα;" Ακούγοντας τα λόγια της γυναίκας αυτής, η Ιούστα έκανε το σημείο του Σταυρού και αμέσως εξαφανίστηκε από μπροστά της. Έτσι κατάλαβε την πλεκτάνη του δαίμονα και προσευχήθηκε στον Κύριο να την δυναμώσει. Η Μετάνοια Μεγάλη αποτυχία για τον μάγο Κυπριανό, ήταν αυτή η επαφή που είχαν τα πονηρά πνεύματά του με την παρθένα Ιούστα. Άρχισε λοιπόν να σκέφτεται την Ιούστα και για ποιο λόγο δεν έπιαναν τα μάγια του, αυτή τη κοπέλα. Τον απασχολούσε πολύ αυτή η αποτυχία του και άρχισε να μαθαίνει πληροφορίες για την συγκεκριμένη παρθένα. Το πρώτο που έμαθε ήταν ότι η Ιούστα ήταν Χριστιανή και ότι με τη δύναμη του Σταυρού αντιμετώπιζε κάθε δαιμονική ενέργεια. Παρακολουθούσε για πολύ καιρό την Ιούστα και θαύμαζε τις αρετές της. Είχε πλέον καταλάβει, ότι οι χριστιανοί έχουν δύναμη μεγαλύτερη από την δική του μιας και δεν τους έπιαναν τα μάγια, που τους έκανε. Ας μην ξεχάσουμε ότι ήταν μορφωμένος πολύ και μάλιστα είχε εντριφίσει στη φιλοσοφία. Κάποια στιγμή, αποφάσισε συνετά και άρχισε να ασχολείται με τη χριστιανική θρησκεία, με κίνητρό του τη γνώση της υπέρτατης δύναμης που δημιουργούσε ανθρώπους στολισμένους με αρετές. Βλέποντας λοιπόν την παντελή αδυναμία των πονηρών πνευμάτων, με τα οποία συνεργαζόταν, όταν βρίσκονταν μπροστά στους χριστιανούς αποφάσισε να απαρνηθεί την ειδωλολατρία και τις μαγικές τεχνικές του και να πιστέψει στον Χριστό. Εκείνο τον καιρό Επίσκοπος ήταν ο Άνθιμος ο οποίος βοήθησε πάρα πολύ τον Κυπριανό στο να στερεώσει την πίστη του και να προσκοληθεί στο Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Ο Κυπριανός για να δώσει σημάδι της ακράδαντης πίστης του έφερε όλα τα μαγικά του βιβλία και όλα τα είδωλά του μπροστά στον Άνθιμο και τα έκαψε. Στη συνέχεια με δάκρυα στα μάτια προσευχόταν με τόση ταπεινότητα και δεν τολμούσε να πει το όνομα του Θεού. Μετά από αυτό το περιστατικό ο Κυπριανός πούλησε όλα τα υπάρχοντα και τα χρήματα που εισέπραξε τα δώρισε στην Εκκλησία, για τους φιλανθρωπικούς σκοπούς της και για τις ανάγκες της. Έτσι μέσα σε μεγάλη συντριβή για τις προηγούμενες πράξεις του έμεινε απολύτως μόνος του και άρχισε να μελετάει τις Γραφές και τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς. Ήταν το Μεγάλο Σάββατο του έτους 246 μ.Χ. και ενώ όλη τη νύχτα προσευχόταν μέσα σε ποταμούς δακρύων. Εκείνο το πρωί πήγε στην Εκκλησία και αξιώθηκε να βαπτιστεί σε ηλικία τριανταπέντε ετών. Από εκείνη λοιπόν την ημέρα οι αρετές του θα αρχίσουν να φαίνονται σε όλο τον κόσμο και έως τις μέρες μας. Η Χειροτονία Είχαν περάσει τριάντα μέρες και ενώ πλέον είχε βαπτιστεί ο Κυπριανός χειροτονήθηκε σταδιακά αναγνώστης, υποδιάκονος και διάκονος. Του δόθηκε μάλιστα από το Θεό η ειδική Χάρη ενάντια στα πάθη και ενάντια στους δαίμονες. Δηλαδή μπορούσε να λύνει τα μάγια και να διώχνει τους δαίμονες, τους οποίους στο παρελθόν υπηρετούσε. Οι ειδωλολάτρες προσπάθησαν με τους ιερείς τους και τους λογίους τους να τον αποσπάσουν από την νέα Πίστη του αλλά η πίστη του στο Χριστό ήταν τόσο μεγάλη, που του είχε γεμίσει όλη του τη ζωή και όλο του το είναι. Ήταν έτοιμος, γι' αυτή τη Πίστη του Χριστού ν' αγωνισθεί και να πεθάνει. Ο Κυπριανός ως διάκονος εργαζόταν εντατικά, για την εξάπλωση της χριστιανικής διδασκαλίας και πίστης και ποθούσε ο Χριστιανισμός να περάσει τα μικρά όρια της Καρχηδόνας όπου ο ίδιος δίδασκε τους νέους, που ποθούσαν μία υψηλή επιστημονική κατάρτιση. Σε πολλά σπίτια της Καρχηδόνας, μαζευόταν κόσμος και άκουγε τη φωνή του Κυπριανού, που τους παρακινούσε να πιστέψουν ολόψυχα στον Χριστό. Είχε περάσει ένας χρόνος από την ημέρα που βαπτίστηκε και έπειτα από απαίτηση όλων των πιστών χειροτονήθηκε, ιερέας. Από εκείνη τη στιγμή λοιπόν ο Κυπριανός δίδασκε καθημερινά το ποίμνιό του και έδειχνε με την πίστη του το δρόμο της σωτηρίας. Το έτος 246 μ.Χ. ο Επίσκοπος της Καρχηδόνας Δονάτος αποδήμησε εις Κύριον και οι πιστοί έδειχναν την επιθυμία τους για να καταλάβει τη θέση του ο Κυπριανός. Ο ίδιος όμως ο Κυπριανός αισθανόταν, ότι ήταν αμαρτωλός στην προηγούμενη ζωή του και ότι ήταν πολύ γι τον ίδιο το ότι είχε χειροτονηθεί Ιερέας. Με το Βάπτισμα βέβαια είχε απολύτως καθαριστεί αλλά όλες εκείνες τις αμαρτίες, που είχε κάνει παλιά, ήταν ασφαλώς ένα μεγάλο εμπόδιο για την Ιεροσύνη αλλά ειδικότερα για την Αρχιερωσύνη. Νοιώθοντας λοιπόν ο μέγας αυτός Άγιος τόσο ταπεινός και ανάξιος και για να αποφύγει όλη αυτή την κατάσταση, κρύφτηκε σε ένα φιλικό του σπίτι. Οι πιστοί όμως έμαθαν που κρυβόταν και περικύκλωσαν το σπίτι. Απαίτησαν μάλιστα από τον ιερέα Κυπριανό να δεχτεί να χειροτονηθεί Επίσκοπος τόσο επίμονα, έστω τους είπε: - "Εγώ αδελφοί μου, είμαι νεόφυτος. Δεν πέρασαν δυο χρόνια που έχω βαπτιστεί. Υπάρχουν άλλοι, που είναι αρχαιότεροί μου και καλύτεροί μου. Έναν από αυτούς να κάνετε Επίσκοπο". Οι πιστοί όμως απείλησαν ότι θα τον αρπάξουν με τη βία και έτσι αναγκάστηκε να χειροτονηθεί Επίσκοπος Καρχηδόνας σε ηλικία τριάντα επτά ετών. Ο Επίσκοπος Καρχηδόνας Σαν επίσκοπος Καρχηδόνας εκτελεί τα ποιμαντικά του καθήκοντα με μεγάλο ζήλο αφού με τη δύναμη των λόγων του, με τις επιστολές του και πρώτα από όλα τον διαφανή και ενάρετο βίο του, πολυάριθμοι άπιστοι οδηγούνται στην Χριστιανική πίστη. Η παρθένα Ιούστα, έγινε διάκονος της Εκκλησίας του Χριστού και μετονομάστηκε, κατά την χειροτονία της σε Ιουστίνη ενώ συμπεριλαμβανόταν και αυτή στους διακόνους της Εκκλησίας. Στη συνέχεια μάλιστα η Ιουστίνη έγινε ηγουμένη των ασκητριών, που βρίσκονταν στην ευρύτερη περιοχή. Ο Κυπριανός και ενώ η φήμη του είχε εξαπλωθεί στην Ανατολή και τη Δύση, το έτος 250 μ.Χ. έγινε Αρχιερέας. Ήταν το έτος που ο σατανικός Δέκιος ξεκίνησε καινούργιο διωγμό εναντίον των Χριστιανών. Οι ειδωλολάτρες έριχναν τους Χριστιανούς στα θηρία για να τους εξοντώσουν. Στην περιοχή μάλιστα της Καρχηδόνας αναζητούσαν τον Κυπριανό με σκοπό να τον θανατώσουν. Ο Κυπριανός όμως ήταν κρυμμένος και έδινε από το κρησφύγετο του τις οδηγίες του και φρόντιζε για το ποίμνιο του. Μετά τη παρέλευση ενός έτους το 251 μ.Χ. επέστρεψε στην Καρχηδόνα, την περίοδο του Πάσχα. Ένα έτος μετά το 252 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Γάλλος, εξαπολύει νέο διωγμό εναντίον των χριστιανών, οι οποίοι φυλακίζονται και βασανίζονται με ανελέητα μαρτύρια. Ο Κυπριανός παρακινούσε τους πιστούς να σκέπτονται την Ουράνια Βασιλεία και μόνον αυτήν. Την εποχή λοιπόν που ξεκινάει αυτός ο καινούργιος διωγμός των χριστιανών οι άνθρωποι στην Καρχηδόνα πεθαίνουν κατά χιλιάδες από επιδημία πανούκλας. Οι άνθρωποι έφευγαν από την πόλη της Καρχηδόνας για να σωθούν. Ήταν τόσο μεγάλη αυτή η επιδημία που οι άνθρωποι πέφτανε στους δρόμους και στα σπίτια τους ανήμποροι να βοηθήσουν τον ευατό τους και δεν υπήρχε κάποιος συνάνθρωπος τους να ασχοληθεί μαζί τους. Έτσι η πόλη σιγά σιγά γέμισε πτώματα τα οποία σάπιζαν και έκαναν τη ζωή στην πόλη ανυπόφορη και γεμάτη θάνατο. Ο Κυπριανός συγκέντρωσε λοιπόν τους χριστιανούς και τους μίλησε για την χριστιανική αγάπη που θα έπρεπε να δείξουν όχι μόνο στους χριστιανούς αλλά και στους ειδωλολάτρες συμπολίτες τους. Οι χριστιανοί με μεγάλη αυτοθυσία άρχισαν να περιποιούνται τους άρρωστους και να θάβουν τους νεκρούς, όχι μόνο τους χριστιανούς αλλά και τους ειδωλολάτρες. Ήταν αυτή η στάση των χριστιανών της Καρχηδόνας που έκανε πολλούς ειδωλολάτρες να θαυμάσουν την χριστιανική πίστη και να ακολουθήσουν τον Χριστό. Υπάρχει μάλιστα ένα περιστατικό όπου μια μεγάλη ομάδα ληστών πολιόρκησε την χώρα της Νομαδικής. Οι ληστές πολιόρκησαν πολλούς χριστιανούς και τους πήραν μαζί τους. Οι επίσκοποι λοιπόν ειδοποίησαν τον Κυπριανό στην Καρχηδόνα για το συγκεκριμένο περιστατικό. Ο Κυπριανός με τη σειρά του ενημέρωσε τους πιστούς και τους παρακίνησε να συνεισφέρουν ότι μπορούν έτσι ώστε να εξαγοράσουν τους αιχμαλώτους. Πράγματι έτσι και έγινε. Ο Πάπας Στέφανος κάποια στιγμή υποστήριζε, ότι το βάπτισμα των αιρετικών πρέπει να είναι έγκυρο. Σε αντίθεση λοιπόν με αυτόν οι Επίσκοποι της Ανατολής υποστήριζαν, ότι είναι άκυρο και ότι δεν πρέπει, όσοι άνθρωποι είναι βαπτισμένοι από αιρετικούς, να ξαναβαπτίζονται. Ο Κυπριανός ήταν με το μέρος των Επισκόπων της Ανατολής. Μαθαίνοντας λοιπόν ο Πάπας Στέφανος την άποψη του Κυπριανού θέλησε να τον αφορίσει. Ο Κυπριανός μαθαίνοντας την επιθυμία του Πάπα συγκαλεί τρεις τοπικές Συνόδους στην Καρχηδόνα. Το έτος 255 μ.Χ. καλεί την πρώτη Σύνοδο στην οποία είχαν συμμετοχή τριάντα Επίσκοποι, ενώ το έτος 258 μ.Χ. την δεύτερη και την τρίτη Σύνοδο με την συμμετοχή εβδομήντα και ογδόντα επτά Επισκόπων αντίστοιχα. Στην τρίτη και πολυαριθμότερη από την άποψη της συμμετοχής των Επισκόπων Σύνοδο, έβγαλε κανόνα που όριζε, ότι όλοι οι βαπτισμένοι από αιρετικούς πρέπει να ξαναβαπτίζονται, αφού η βάπτιση των αιρετικών είναι άκυρη. Ο Κυπριανός και η Ιουστίνη απτόητοι στα μαρτύρια Βρισκόμαστε πλέον στο έτος 257 μ.Χ. κατά το ο αυτοκράτορας Ουαλερανός ξεκινάει ένα καινούργιο διωγμό εναντίον των χριστιανών. Ο Κυπριανός εξορίστηκε σε μία επαρχιακή πόλη που ονομαζόταν Κούροβη. Ο Κυπριανός επιστρέφει πάλι πίσω στην Καρχηδόνα μόλις αλλάζει ο ανθύπατος της Καρχηδόνος. Δεν πέρασε πολύς καιρός που είχε επιστρέψει στην πόλη ο Κυπριανός και κάποιοι σατανικοί ειδωλολάτρες έκαναν καταγγελία προς τον νέο ανθύπατο της Καρχηδόνας λέγοντας τα εξής: - "Ο Κυπριανός, με τα μαγικά του τεχνάσματα, με τα λόγια του και με τα γραφτά του, πείθει τους ανθρώπους να αρνούνται τους προγονικούς μας θεούς και να πιστεύουν στον Χριστό. Αυτός ο ίδιος πιστεύει στο Χριστό και βρίζει και περιγελά τους θεούς μας". Ο ανθύπατος της Καρχηδόνας με την σειρά του διέταξε να φέρουν τον Κυπριανό στη πόλη Ιτήκη, όπου βρισκόταν, εκείνη την περίοδο για να τον δικάσει. Ο Κυπριανός όμως αψήφησε τις εντολές του ανθύπατου κρύφτηκε και δεν πήγε. Ήθελε να παρουσιαστεί και να χύσει το αίμα του στην πόλη της Καρχηδόνας. Αυτός ήταν ο λόγος, που παρουσιάστηκε μπροστά στον ανθύπατο όταν ο τελευταίος επέστρεψε στην πόλη της Καρχηδόνας. Μαζί του παρουσιάστηκε και η παρθένα Ιουστίνη. Ήταν και δύο αποφασισμένοι να μαρτυρήσουν για την αγάπη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ο ανθύπατος απευθύνθηκε στον Κυπριανό λέγοντάς του: - "Εσύ δηλαδή είσαι δάσκαλος των χριστιανών; Αφού ήσουν πριν Εθνικός, πως τώρα πια κηρύττεις τους λόγους και τις πράξεις του Εσταυρωμένου;" - "Εγώ είχα μεγάλο ζήλο, πριν γνωρίσω τον Χριστό, για τις σπουδές μου και διάβασα πολύ φιλοσοφία και άλλες επιστήμες, αλλά ασχολήθηκα και με μαγικά βιβλία. Δεν βρήκα όμως κάτι που να με ωφελήσει, με όλα αυτά. Ανακάλυψα λοιπόν ότι οι δαίμονες και τα πονηρά πνεύματα φοβούνται τον Εσταυρωμένο. Επειδή τα είδωλά σας είναι μία απάτη και μόνο ανακάλυψα ότι ένας μόνο είναι ο Αληθινός Θεός. Αυτός είναι ο Χριστός, που μπορεί να σώσει τον άνθρωπο. Γι' αυτό και εγώ, πιστεύω στον Χριστό". Η Ιουστίνη, με τη σειρά της ομολόγησε και αυτή με θαυμαστό θάρρος τον Χριστό. Ο ανθύπατος θύμωσε πολύ και διέταξε να κρεμάσουν τον Άγιο και να του ξεσκίσουν τις σάρκες. Την Ιουστίνη διέταξε να την χτυπήσουν στο πρόσωπο αλύπητα. Οι διαταγές του ανθύπατου εκτελούνται πάραυτα. Την ώρα που χτυπούν την Αγία Ιουστίνη, εκείνη φωνάζει δυνατά: - "Δόξα σοι ο Θεός. Σ' ευχαριστώ Μεγαλοδύναμε που με αξίωσες να βασανίζομαι, για το όνομά σου το Άγιο". Την ώρα που ξεσκίζουν το σώμα του Αγίου Κυπριανού εκείνος στέκεται με γενναιότητα και τους μιλά με ανδρεία και μακαριότητα, ώστε όλοι οι παρευρισκόμενοι ειδωλολάτρες να πιστέψουν στον Χριστό. Απευθυνόμενος μάλιστα στον ανθύπατο του είπε: - "Ανόητε και ανάξιε της Βασιλείας των Ουρανών, για την οποία εγώ αγωνίζομαι, γιατί δεν βλέπεις το Αληθινό φως; Γιατί δεν εγκαταλείπεις το σκοτάδι στο οποίο βρίσκεσαι;" - "Αφού λογίζεις τα βασανιστήρια για κέρδος σου, εγώ θα σου τα αυξήσω για να με ευγνωμονείς πιο πολύ και για να χαρείς περισσότερο". Έτσι είπε ο άπιστος ανθύπατος και διέταξε να κλείσουν στην φυλακή τον Κυπριανό και την Ιουστίνη στο φροντιστήριο, όπως λεγόταν, της Τερεντίνης. Οι Χριστιανοί, την νύχτα εκείνη, συναθροίστηκαν και έμειναν άγρυπνοι γύρω από το σπίτι. Μέσα στο πυρακτωμένο τηγάνι Την επόμενη μέρα έφεραν τους Αγίους, πάλι μπροστά στον τύραννο που αυτή τη φορά άλλαξε τον τρόπο του και τους μιλούσε ήρεμα και με υποκριτική καλοσύνη. - "Μα είναι αλήθεια ότι πιστεύετε σε ένα άνθρωπο νεκρό που δεν μπόρεσε να φυλάξει τη δική του τη ζωή; Δηλαδή είστε έτοιμοι να θυσιάσεται τη ζωή σας για έναν τέτοιο άνθρωπο;" - "Μα καημένε, δεν ξέρεις ότι, χωρίς θάνατο δεν υπάρχει η Αθανασία; Δεν μπορείς λοιπόν να καταλάβεις το Μυστήριο του Χριστού, που με την τριήμερη ταφή του νίκησε τον θάνατο. Αλλά είσαι τυφλός και με θολωμένο μυαλό, ώστε να μην καταλαβαίνεις. Βλέπεις, ενώ δεν βλέπεις και επειδή είσαι εγωιστής, δεν θέλεις κιόλας να καταλάβεις". Ο τύραννος οργισμένος για τις απαντήσεις των Αγίων διέταξε να κάψουν πολύ ένα μεγάλο τηγάνι και να τους πετάξουν μέσα. Ο Άγιος Κυπριανός έτρεξε και πήδησε άφοβα μέσα στο τηγάνι και από εκεί είδε την Ιουστίνη που περπατούσε σιγά σιγά και της είπε: - "Ιουστίνη, παιδί μου, θυμήσου πως νίκησες τους δαίμονες και πως και εμένα με ελευθέρωσες από την απιστία. Πάρε θάρρος για να μην τα χάσεις όλα καλό μου παιδί". Η Αγία Ιουστίνη, έκανε το σημείο του Σταυρού και πήδησε και αυτή πάνω στο πυρακτωμένο πλέον από τη φωτιά σιδερένιο τηγάνι. Ο Θεός όμως τους φύλαξε και οι παρευρισκόμενοι θαύμασαν τους Αγίους, αφού συμπεριφέρονταν σαν να πατούσαν πάνω σε ένα δροσερό μέρος. Βλέποντας όλα όσα συνέβαιναν μπροστά του ο τύραννος, έλεγε, ότι όλα αυτά βασίζονται στη μαγική τέχνη που ήξερε ο Κυπριανός. Ένας όμως από τους κριτές που ονομαζόταν, Αθανάσιος είπε: - "Εγώ λοιπόν, θα σας αποδείξω την αδυναμία του Χριστού σας και την δύναμη των προγονικών μας θεών". Στη συνέχεια ο δυστυχής προσευχήθηκε στον Δία και στον Ασκληπιό, για να τον βοηθήσουν και πήδησε στο τηγάνι που μέσα του βρίσκονταν οι Άγιοι. Έχασε τη ζωή του αμέσως αφού ψήθηκε ζωντανός, ενώ οι Άγιοι μείνανε αρκετή ώρα μέσα στο τηγάνι, χωρίς όμως να πάθουν το παραμικρό. Ο τύραννος τώρα πια πέρα από τη λύπη για το χαμό του συνεργάτη του Αθανάσιου έβλεπε να συμβαίνουν περίεργα πράγματα μπροστά του. Κάλεσε λοιπόν κάποιον συγγενή του, τον Τερέντιο και τον ρώτησε τι να κάνει με τους δυο Αγίους. Η απάντηση του Τερέντιου ήταν πολύ συγκεκριμένη: - "Μείνε μακριά από αυτούς τους δύο. Η δύναμη του Χριστού είναι ανίκητη γι' αυτό σε συμβουλεύω να παραπέμψεις την υπόθεση στον βασιλιά". Το μαρτυρικό τέλος Τελικά ο ανθύπατος Γαλέριος εξέδωσε την ακόλουθη απόφαση σύμφωνα με την οποία θα έπρεπε ο Άγιος Κυπριανός και η Αγία Ιουστίνη να θανατωθούν με ξίφος: - "Κυπριανός και Ιουστίνη αυθαδιάσαντες προς τους θεούς και ούτε δια δώρων και ούτε δια τιμωριών μεταγνώντες, ξίφει θανατούσθωσαν". Οι Άγιοι πληροφορήθηκαν την απόφαση του Γαλέιου και χάρηκαν τόσο πολύ που ο Άγιος Κυπριανός φώναξε με φωνή μεγάλη: - "Θεώ χάριτας". Μετά την κοινοποίησε της απόφασης του ανθύπατου οι στρατιώτες μαζί με τους δήμιους συνόδευσαν τους Αγίους έξω από τα όρια της πόλης. Τους οδήγησαν λοιπόν σε ένα τόπο δίπλα σε ένα ποτάμι. Μέγα πλήθος κατέκλυσε τον τόπο εκείνο για να δει με τα μάτια του το μαρτυρικό τέλος των Αγίων. Την στιγμή που έφτασε όλη η πομπή στο σημείο θανάτωσης, κάποιος από το πλήθος που ονομαζόταν Θεόκτιστος, αντικρίζοντας τον Άγιο Κυπριανό να τον πηγαίνουν για θανάτωση φώναξε με φωνή μεγάλη: - "Κάνετε μεγάλη αδικία που θανατώνετε έναν άνθρωπο καθαρό και γεμάτο αρετή". Ο επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος, που τον έλεγαν Φλάβιο ακούγοντας τον Θεόκτιστο, οργίστηκε πολύ και όρμησε πάνω του, τον έριξε κάτω από το άλογο και τον σκότωσε. Μόλις λοιπόν κατέληξαν στον τόπο της θανάτωσης ο Άγιος Κυπριανός προσευχήθηκε και επειδή φοβόταν τη γυναικεία αδυναμία, παρακάλεσε τους δήμιους να αποκεφαλίσουν πρώτα την Ιουστίνη. Πράγματι, πρώτη θανατώθηκε η Αγία Ιουστίνη και ύστερα ο Άγιος Κυπριανός έδωσε εντολή να μετρήσουν στον δήμιο είκοσι πέντε χρυσά νομίσματα. Στη συνέχεια του έδεσαν τα χέρια και τα μάτια και ο δήμιος του έκοψε τη τίμια κεφαλή του. Βρισκόμαστε λοιπόν στο έτος 268 μ.Χ. που το τίμιο αίμα του χύθηκε πάνω σε υφάσματα, τα οποία είχαν απλώσει οι Χριστιανοί για αυτό το λόγο. Τα λείψανα των Αγίων οι φρουροί τα πρόσεχαν να μην τα πάρουν οι Χριστιανοί. Κάποιοι όμως ευλαβείς, που είχαν έρθει από τη Ρώμη, βρήκαν την ευκαιρία μόλις αποκοιμήθηκαν και τα πήραν κρυφά και γύρισαν στη Ρώμη. Εκεί τα δώρισαν στην Ματρώνα Ρουδίνα, που ήταν συγγενής με τον Κλαύδιο Καίσαρα. Στη συνέχεια δόθηκαν σε κάποια άλλη γυναίκα και έκαναν θεραπείες σε όσους με πίστη κατέφευγαν για τη θεραπεία τους. Ένα από τα πολλά σημ