Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Η εις άδου κάθοδος του Κυρίου

Η “είς Ἃδου κάθοδος” του Χριστού Στην τραγωδία του μεγάλου μας τραγικού ποιητή Αισχύλου « Ο Προμηθέας Δεσμώτης», υπάρχει μια αναπάντεχη αλλά πραγματική προφητεία για τον Χριστό. Ο Προμηθέας, ο οποίος εμφανίζεται ως εκπρόσωπος όλης της ανθρωπότητας, αμάρτησε βαρύτατα προς τους θεούς, διότι έκλεψε το “πύρ” από τους θεούς και το έδωσε στους ανθρώπους. Για το αμάρτημα αυτό τιμωρήθηκε από τον Δία και τους θεούς. Δέθηκε με βαριές αλυσίδες (τις οποίες έφτιαξε ο Ήφαιστος), στην κορυφή του όρους Καύκασος και ένας πελώριος γύπας διατάχθηκε να έρχεται κάθε μέρα να του τρώει το «ἧπαρ» (σηκώτι). Καθ’ όλη την ημέρα που μεσολαβούσε, το «ἧπαρ» του Προμηθέα ανεπλάσσετο και πάλι στην κανονική του κατάσταση, μέχρι την επομένη μέρα, που πάλι θα το έτρωγε ο γύπας. Αυτό το μαρτύριο θα συνεχιζόταν αιώνια. Από την τραγική αυτή θέση προλέγει ο ποιητής δια του αγγελιοφόρου των θεών Ερμή, ότι ο Προμηθέας θα λυτρωθεί από τον «υἱό τῆς παρθένου Ἰοῦς». Αυτός θα είναι υιός Θεού και υιός παρθένου και θα γεννηθεί υπερφυσικά. Ο παρθενογέννητος αυτός θεάνθρωπος θα καταλύσει το κράτος των παλαιών θεών σε 13 γεννεές (κάθε γεννεά κατά τον Πλάτωνα διαρκεί 35 χρόνια) δηλ. σε 13 Χ 35= 455 χρόνια σύν 33 χρόνια τα χρόνια της ζωής του Χριστού, συνολικά 488 χρόνια, και θα κατέβει στο σκοτεινό βασίλειο του Άδη (Προμ. Δεσμ. στιχ. 1026-1029). Τα λόγια του Αισχύλου στο πρωτότυπο έχουν ως εξής: «Τοιούτου μόχθου τέρμα μή τι προσδόκα πρίν ἂν θεός τις διάδοχος τῶν σῶν πόνων φανεῖ, θελήσει τε εἰς ἀναύγητον μολεῖν Ἂδην, Κνεφέα τ’ ἀμφί ταρτάρου βάθη» δηλαδή Προμηθέα (άνθρωπε) κατανοώ τα πάθη σου αλλά μην περιμένεις εύκολη λύση από τα δεινά σου, πριν ένας από τους θεούς σε σπλαχνιστεί και γίνει διάδοχος των πόνων σου και αναλάβει όλο το δικό σου φορτίο και κατέβει κάτω στα αιωνίως σκοτεινά τάρταρα του Άδη. Η εκπληκτική αυτή προφητεία πραγματοποιήθηκε με την εκ Παρθένου γέννηση του Θεανθρώπου Χριστού και την κάθοδό Του στον Άδη. Μετά το “τετέλεσται”, που ανεφώνησε ο Χριστός επί του Σταυρού και που είχε την σημασία ότι, το έργο Του επί της γης τελείωσε επιτυχώς, επήλθε ο σωματικός θάνατος της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού. Η ψυχή Του όμως ενωμένη υποστατικά με τη θεϊκή του φύση κατήλθε στον Άδη, για να κηρύξει στους προ Αυτού απελθόντας το θεϊκό του κήρυγμα. Εκεί όσοι ήσαν καλοπροαίρετοι στην ζωή τους τον δέχτηκαν και με την Ανάστασή Του τους πήρε μαζί του στον Παράδεισο, με πρώτο τον επί του Σταυρού μετανοήσαντα ληστή. Έτσι ο Διάβολος που νόμισε ότι σταυρώνοντας (δηλ. θανατώνοντας) τον Χριστό θα τερμάτιζε το έργο Του πάνω στη γη – δεν μπορούσε βεβαίως να προβλέψει την Ανάστασή Του διότι δεν γνωρίζει το μέλλον – έχασε και τις ψυχές που είχε αλυσοδέσει στον Άδη. Έτσι όπως πολύ εύγλωττα λέγει ο ψαλμωδός «ἐσκύλευται ὁ Ἂδης» δηλ. λαφυραγωγήθηκε ο Άδης χάνοντας τις ψυχές που κατείχε. Και «ὁ Ἂδης στένων βοά» (δηλ. βοά στενάζων), διότι κατελύθει η εξουσία του επάνω στους ανθρώπους και «κατεπόθη το κράτος του». Η κάθοδος του Κυρίου στον Άδη διέρρηξε «θανάτου δεσμούς ἀλύτους» και «πύλας χαλκάς συνέτριψε και μοχλούς σιδηρούς συνέθλασε» διότι απελευθέρωσε τους δεσμίους του ¨Αδη, όσους κατείχε ο ¨Αδης από τον Αδάμ μέχρι τον Χριστό . Η προφητεία αυτή του Αισχύλου μπορεί να παραλληλισθεί με τους στίχους του Προφήτη Ησαΐα «Οὑτος τάς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καί περί ἡμῶν ὀδυνᾶται.». Ο Χριστός λοιπόν είναι ο νέος Θεός που θα γίνει “διάδοχος των πόνων” του τιμωρημένου ανθρώπου-Προμηθέα (Ο οποίος εδώ εκπροσωπεί όλο το ανθρώπινο γἐνος). Ο θάνατος του Κυρίου, αν και πραγματικός, δεν επέφερε φθορά στο σώμα Του, το οποίο δεν έμεινε στην κατάσταση της νεκρώσεως, επειδή ήταν ενωμένο με την Θεότητα. Κατά τον Μεγ. Αθανάσιο το σώμα Του «οὐκ εἶδεν διαφθοράν, ὁλόκληρον γάρ ἀνέστη». Έτσι ο θάνατος του Χριστού ήταν μάλλον ύπνος. Γι’ αυτό, ο ψαλμωδός σε γνωστό ύμνο του Μεγ. Σαββάτου λέγει: «Σαρκί ὑπνώσας ὡς θνητός, ὁ Βασιλεύς καί Κύριος, τριήμερος ἐξανέστης,Ἀδάμ (δηλ. τον άνθρωπο, όλη την ανθρωπότητα) ἐγείρας ἐκ φθορᾶς. Καί καταργήσας θάνατον, Πάσχα τῆς ἀφθαρσίας τοῦ κόσμου σωτήριον». Η θεόσωμος ταφή του Χριστού εξέπληξε και αυτά ακόμα τα αγγελικά τάγματα. Ο μεγάλος θεολόγος και υμνογράφος της Εκκλησίας του 8ου αιώνα Αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός την περιγράφει ως εξής στο κάθισμα του Μεγ. Σαββάτου «ἐξέστησαν οἱ χοροί τῶν Ἀγγέλων ὁρῶντες, τόν ἐν τοῖς κόλποις τοῦ Πατρός καθεζόμενον, πῶς τάφῳ κατατίθεται ὡς νεκρός ὁ ἀθάνατος»,. Το συμπέρασμα που εξάγουμε για τον θάνατο και την κάθοδον του Χριστού στον Άδη είναι : Ο Χριστός ως αναμάρτητος δεν ήταν υποχρεωμένος να πεθάνει και μάλιστα επάνω στο Σταυρό. Μπορούσε να τελειώσει το επίγειο έργο Του δίνοντας τις τελευταίες εντολές και υποδείξεις στους μαθητές Του και να αναληφθεί στους ουρανούς. Επειδή ο Θεός είναι τελείως ανενδεής και απόλυτα ταπεινός κατ’ ουδένα τρόπο, ο Χριστός δεν είχε υποχρέωση να «ικανοποιήσει την Θείαν Δικαιοσύνη» όπως λέγει η Δυτική Εκκλησία. Άλλωστε μια τέτοια σχέση «δοῦναι καί λαβεῖν» δημιουργεί ένα απαράδεκτο παζάρι μεταξύ Θεού και ανθρώπου: ότι επειδή οι άνθρωποι όλων των εποχών αμάρτησαν έπρεπε κάποιος “αναμάρτητος” να “πληρώσει τα σπασμένα” (δηλ. τα χρέη) όλης της ανθρωπότητος στο Θεό, για να σβηστούν οι αμαρτίες των ανθρώπων. Αντί όλων αυτών μπορούμε να πούμε, ότι ο Χριστός πέθανε πάνω στον Σταυρό για τους παρακάτω λόγους : α. Για να δώσει στους ανθρώπους υπόδειγμα άκρας ταπεινώσεως. β. Για να θεραπεύσει όλην την ανθρώπινη φύση που προσέλαβε (χωρίς την αμαρτία) δηλ. να θεραπεύσει και τον θάνατο (βλ. Ματθ. κ’ 28 και Μαρκ. ι 45). γ. Για να σώσει και τους προ Αυτού νεκρούς με το κήρυγμα του Ευαγγελίου Του στον Άδη και να τους ανεβάσει μαζί του στον Παράδεισο, με την Ανάσταση. Η συνήθως χρησιμοποιούμενη έκφραση του Παύλου ότι ο Χριστός «ἒδωκεν τήν ψυχήν (δηλ. την ζωήν) αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν» δεν έχει την έννοια του ανταλλάγματος προς τον Θεό, αλλά είναι μια ανθρωπομορφική έκφραση πολύ κατανοητή από τους ανθρώπους της εποχής του Παύλου, ότι ο Χριστός έδωσε τη ζωήν του λύτρον για πολλούς (όλους όσοι θα θελήσουν), για να τους ελευθερώσει από την αμαρτία (όπως έδιναν λύτρα την εποχή εκείνη για να απελευθερώσουν αιχμαλώτους). Tην αλήθεια αυτή, ότι δια του θανάτου Του ο Χριστός νίκησε τον θάνατον, εκφράζεται πολύ εύστοχα και ποιητικά από την υμνολογία του Μεγ. Σαββάτου στο τροπάριο: «Διά θανάτου το θνητόν, διά ταφῆς τό φθαρτόν μεταβάλλεις, ἀφθαρτίζεις γάρ θεοπρεπέστατα (με τρόπο που αρμοζει στον Θεό) ἀπαθανατίζων τό πρόσλημα (κάνοντας αθάνατο αυτό που προσέλαβες, δηλ. την ανθρώπινη φύση)». Με την πυκνή αυτή διατύπωση περιγράφεται η μεγάλη αλήθεια, ότι η προσληφθείσα υπό του Χριστού ανθρώπινη φύση με την Ανάστασή Του απαθανατίστηκε. (δηλ. έγινε άφθαρτη και αθάνατη). Γνωρίζουμε δε στη συνέχεια ότι με την Ανάληψή και την Ύψωσή Του ο Θεάνθρωπος Χριστός, «ἐθέωσε» την ανθρώπινη φύση, η οποία έκτοτε μετέχει με το «δοξασμένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ» στή ζωή της Αγίας Τριάδος.