Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Μεγάλο Σάββατο

Ο θάνατος του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού Ενώ όλη η προχριστιανική ανθρωπότητα θεωρεί τον θάνατον (του σώματος ) “τό μέγιστον τῶν δεινῶν”, διότι ο Άδης στον οποίον οδηγούνται οι ψυχές των νεκρών είναι μια ζοφερή κατάσταση, όπου «ο καλύτερος των νεκρών είναι σε πολύ πιο οδυνηρή θέση από τον χειρότερο εν ζωή δούλο» (όπως απεκάλυψε ο νεκρός Αχιλλέας στον Οδυσσέα που κατέβηκε ζωντανός στον Άδη) και δεν υπάρχει ελπίδα αναστάσεως ούτε στην πιο ζωηρή φαντασία, έρχεται να αλλάξει άρδην τα μέχρι τότε δεδομένα, ο θάνατος και η κάθοδος του Σωτήρος Χριστού στον Άδη. Αυτά τα δύο συγκλονιστικά γεγονότα έρχονται να ανατρέψουν ολότελα την προ Χριστού κατάσταση και να δώσουν μία νέα προοπτική, την “προοπτική Αναστάσεως” σε όλο το ανθρώπινο γένος”. Η ενσάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού (του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος) αποτελεί την απαρχή της απαλλαγής του ανθρώπου από τα δεσμά του θανάτου, που πραγματοποιείται με τον Σταυρό, τον θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού. Ολόκληρο το κοσμοσωτήριο έργο του Χριστού, το θεϊκό Του κήρυγμα, τα θαύματά Του αλλά κυρίως οι νεκραναστάσεις που επετέλεσε (του υιού της χήρας της Ναΐν, της θυγατρός του Ιαείρου, και του Λαζάρου) τονίζουν την θεαθρώπινη ιδιότητά Του. Ιδιαιτέρως όμως η Ανάσταση του τετραημέρου Λαζάρου, (η οποία είναι ένα μεγάλο, πραγματικό και αδιαμφισβήτητο θαύμα, διότι ο Λάζαρος ευρίσκετο ήδη σε κατάσταση απο-σύνθεσης και είχε ήδη αρχίσει να μυρίζει άσχημα), αποδεικνύει τον Χριστό εξουσιαστή της ζωής και του θανάτου και προαναγγέλλει και την δική του Ανάσταση. Ο Σταυρός και ο θάνατος του Χριστού ήταν απολύτως εκούσιος. Άφησε να τον συλλάβουν όταν το θέλησε, και πέθανε πάνω στον Σταυρό, πάλι μόνον όταν Εκείνος το θέλησε, αφού όμως είχε εκπληρώσει στο ακέραιο το έργο που ο “Πατήρ” Του είχε αναθέσει. Με το “τετέλεσται” που είπε επάνω στο Σταυρό και την συγχώρηση των σταυρωτών Του, επεράτωσε επιτυχώς το έργο Του στη γή. Ο Χριστός ως ελεύθερος από το προπατορικό αμάρτημα και ως απολύτως αναμάρτητος δεν ώφειλε να πεθάνει. Παρά ταύτα πέθανε σαν κοινός άνθρωπος εκούσια και ελεύθερα, από απέραντη αγάπη και φιλανθρωπία προς τον “παραπεσόντα ἂνθρωπο”. Όπως λέγει η Αγία Γραφή ο Χριστός «ἦλθε δοῦναι την ψυχήν (δηλ. τη ζωήν) αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν» (Ματθ. κ΄ 28 και κστ΄ 28 , Μαρκ. ι΄ 45). Δεν πέθανε ως άγιος και αναμάρτητος για να προσφέρει «θυσίαν δεκτήν εἰς τήν ὑπό τῆς ἁμαρτίας τρωθεῖσαν Θείαν Δικαιοσύνην» όπως λέγει η υπό του Ανσέλμου διατυπωθείσα στην Δύση “θεωρία της ικανοποιήσεως της Θείας Δικαιοσύνης”, αλλά “προσέλαβε” και “εθεράπευσε” όλην την “πεπτωκυίαν ανθρώπινη φύση και τελευταίο νίκησε και τον θάνατο. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος συμπυκνώνει αυτή τη διδασκαλία με δύο λέξεις: «τό ἀπρόσληπτον καί ἀθεράπευτον». Επομένως η ανθρώπινη φύση με την φθοράν της και τον θάνατον, προσληφθείσα ολόκληρη, πλην της αμαρτίας, υπό του Θεανθρώπου Χριστού, θεραπεύτηκε. Με την Ανάσταση του Χριστού και την Ανάληψή Του στους ουρανούς, η ανθρώπινη φύση θεώθηκε δηλ. συμμετέχει με το δοξασμένο Του Χριστού σώμα, στη ζωή της Αγίας Τριάδος. Ο θάνατος του Χριστού δεν είναι ένας κοινός ανθρώπινος θάνατος. Λόγω της υποστατικής ενώσεως του σαρκωθέντος Λόγου του Θεού με την ανθρώπινη φύση Του, είναι ένας «Αναστάσιμος θάνατος». Πάνω στο Σταυρό έπαθε και πέθανε η ανθρώπινή φύση Του, «ἀλλ’ ἡ Θεότης ἀπαθής διέμεινε» (δηλ. η Θεότητα δεν υπέστη καμμία φθορά ή μεταβολή). Την παραδοξότητα του θάνατου του Χριστού που είναι συγχρόνως και Θεός, περιγράφει πολύ εύστοχα, ο παρακάτω υμνος του Μεγ. Σαββάτου: «ἐν νεκροῖς λογίζεται,ὁ ἐν ὑψίστοις οἰκῶν καί τάφῳ σμικρῷ ξενοδοχεῖται» δηλ. Αυτός, που ως Θεός κατοικεί στον ουρανό, καταλογίζεται μεταξύ των νεκρών και φιλοξενείται σε μικρό τάφο . Ο θάνατος του Χριστού είναι ένα παγκοσμίου σημασίας και αξίας γεγονός. Διότι αποτελεί τον τελικό σκοπό της θείας ενσαρκώσεως και το μέσον καταλλαγής της ανθρωπότητας με το Θεό. Ο Χριστός «ἣπλωσε τάς παλάμας καί ἣνωσε τά τῷ πριν διεστώτα» δηλ. συμφιλίωσε την ανθρωπότητα (που βρισκόταν σε διάσταση με τον Θεό) με την θεότητα. Ο θάνατος του Χριστού επάνω στο Σταυρό ήταν ανθρωπίνως ο πιο επώδυνος (ο φυσιολογικός άνθρωπος έκανε 3-4 μέρες επάνω στον σταυρό μέχρι να πεθάνει) αλλά και ο πιο ταπεινωτικός, γι’ αυτό προοριζόταν μόνο για δούλους. Ο Χριστός γεύτηκε πάνω στον Σταυρό όλη την πίκρα του θανάτου, τη λύπη της εγκαταλείψεως και το βάρος της αμαρτίας όλης της ανθρωπότητας. Με την Ανάστασή Του ο Χριστός, νίκησε τον θάνατο «γεγονός νεκρῶν πρωτότοκος» δηλ. ο πρώτος Αναστάς από όλη την ανθρωπότητα. Με νέο “δοξασμένο” και άφθαρτο σώμα γίνεται πλέον ο πρώτος «ἐκ κοιλίας Ἂδου» εξελθών και αναστάς από όλη την ανθρωπότητα. Θα τον ακολουθήσουν όλοι οι άνθρωποι, όταν ηχήσουν οι σάλπιγγες της Δευτέρας παρουσίας και ο θεός αναστήσει όλους τους ανθρώπους στην κοινή Ανάσταση, με “νέα δοξασμένα σώματα” που θα είναι μιά “νέα δημιουργία” του θεού”. Η Ανάσταση του Χριστού αλλάζει πια το χαρακτήρα του θανάτου κάθε ανθρώπου. Ο θάνατος πλέον γίνεται ένα συμβάν, ένα παροδικό γεγονός σε όλη τη ζωή του ανθρώπου. Από άφατη τραγωδία που ήταν προ Χριστού, γίνεται για αυτούς που πίστευσαν στον Χριστό και τήρησαν τις εντολές Του “εὐλογημένη ἀνάπαυση” με ελπίδα και προσδοκία Αναστάσεως. Η σωτηρία που προσέφερε ο Λυτρωτής Χριστός είναι συγχρόνως: α. “καταλλαγή τοῦ κάθε αμαρτωλοῦ ἀνθρώπου με τον Θεό”, β. δυνατότητα άρσης και εξάλειψης της αμαρτίας μέσω των συσταθέντων Μυστηρίων της Μετανοίας και Εξομολογήσεως αφ’ ενός και της θείας Ευχαριστίας και γ. νέα προοπτική ζωής μέσα στη Χάρη του Θεού, στην κατάσταση της “υιοθεσίας”, όπου ο άνθρωπος από «δούλος τοῦ Θεοῦ» γίνεται “κατά χάριν υἱός τοῦ Θεοῦ”. Έτσι ο θάνατος του Χριστού, γίνεται αιτία της αιωνίου ζωής για τον άνθρωπο, που ήταν νεκρός (χωρισμένος από τον Θεό) λόγω της αμαρτίας. Δικαίως η εκκλησία με χαρά και άφατη αγαλλίαση ψάλλει την Δευτέραν της Διακαινησίμου τον ύμνον: «Τῷ σῷ Σταυρῷ Χριστέ Σωτήρ, θανάτου κράτος λέλυται καί διαβόλου ἡ πλάνη κατήρ-γηται, γένος δέ ἀθρώπων πίστει σωζόμενον, ὓμνον σοι καθ’ ἑκάστην προσφέρει» Τέλος, ο Απ. Παύλος λέγει ότι, «ἳνα διά τοῦ θανάτου καταργήσει τόν τό κράτος ἒχοντα τοῦ θανάτου, τοὐτέστιν τόν Διάβολο, καί ἀπαλλάξει τούτους ὃσοι φόβῳ θανάτου, διά παντός τοῦ ζῆν ἒνοχοι ἦσαν δουλείας» (Εβρ. β′ 14-16), δηλ.. ο Χριστός ήλθε για να καταστήσει διά του θανάτου του ανίσχυρον εκείνον, που είχε την δύναμη και το κράτος του θανάτου , δηλαδή τον διάβολο. Καί έτσι να απαλλάξη αυτούς, που ένεκα του φόβου που είχαν πρός τον θάνατο σ’ ολόκληρη την ζωήν τους κατεκρατούντο από την δουλεία της αγωνίας και της ανησυχίας, μήπως πεθάνουν και στερηθούν μεν την παρούσαν ζωήν, υποστούν δε και τα δεινά της μετά θάνατον καταδίκης.